Page 67 - mag_75
P. 67
του Κωστή A. Μακρή
Θέλω να κολλήσω ένα μικρό κομμάτι μαρμάρου σε τοίχο. Ένα κομμά-
τι από το μαρμάρινο σοβατεπί της βεράντας που έχει ξεκολλήσει εδώ
και δεν ξέρω γω πόσα χρόνια αλλά στέκεται στη θέση του και μόνο αν
το ενοχλήσει κανείς πέφτει.
Εγώ το ξέρω όμως ότι είναι ξεκολλη- αντιγράφω από το διαδίκτυο:
μένο και λέω να το κολλήσω. Ψάχνω έχμα τὸ (Α[ρχαία] ἔχμα) καθετί που
στο διαδίκτυο για κατάλληλες κόλλες. συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρει-
Υπάρχουν κάτι ειδικές σε συσκευασί- σμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.)
ες των 25 κιλών. Χα χα χα! νεοελλ.
Σκέφτομαι το κολλήσω με σιλικόνη, με 1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και
ξυλόκολλα, με μια κόλλα δύο συστατι- τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποι-
κών που έχω (εποξειδική), με γύψο, είται κυρίως στους ξύλινους σκελε-
με τσιμέντο… τούς τών οικοδομών, για να συνδέσει
Και πάνω στην έρευνα πέφτω πάνω δύο δοκούς
στη λέξη «τζινέτι» που είναι ένα είδος 2. ναυτ. μικρό τεμάχιο από ισχυρό
αγκίστρου για στερεώσεις μαρμάρων σχοινί με το οποίο συγκρατείται κάτι 67
σε τοίχους, ορθομαρμαρώσεις ή στε- στο κατάστρωμα τού πλοίου, κν. μπό-
ρεώσεις ξύλινων (ή από άλλο υλικό) τσος
στοιχείων πάνω σε πέτρινους τοίχους. αρχ.
Μπαίνω και στο σάιτ του ΕΜΠ (ΕθΝΙ- 1. καθετί που συγκρατεί κάτι στερεά ή
ΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ | πίσω, το κώλυμα, το εμπόδιο («χερσὶ
ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ–ΜΗΧΑΝΙ- μάκελλαν ἔχων ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλ-
ΚΩΝ, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ λων», Ομ. Ιλ.)
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΚΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥ- 2. καθετί που χρησιμεύει για υπερά-
ΝΟΛΩΝ) και βλέπω εικόνες για τζινέ- σπιση, οχύρωση, άμυνα εναντίον κά-
τια. ποιου
Διαβάζω και σ’ ένα άλλο σάιτ ότι το 3. φρ. α) «ἔχματα πέτρης» — τα στη-
τζινέτι λέγεται και έχμα. ρίγματα τού βράχου
Αυτή η λέξη, το έχμα, με συγκινεί. β) «ἔχματα νηῶν» — τα δοκάρια με τα
Μου μυρίζει Όμηρο και ανοίγω οποία κρατιόταν όρθιο το πλοίο όταν
το Ομηρικό λεξικό μου (του ανασυρόταν στην ξηρά
ΕΥΑΓΓ. ΚΟΦΙΝΙΩΤΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ γ) «ἔχματα γαίης» — τα προσκολλημέ-
ΜΠΑΫΡΟΝ) που το έχω από το 1989. να στις ρίζες τού δέντρου χώματα που
Και δεν έχω κάνει λάθος. τό συγκρατούν στερεά στη γη
Επειδή βαριέμαι να δακτυλογραφώ, δ) (για τους μυς τού σώματος) «ἔχμα-