Page 60 - mag_21
P. 60
OI ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ
ΓΡΑΦΟΥΝ...
Δύσκολα τις περνούσε τις είχανε τα δικά τους σέλινα το τηγάνι, να ροδίσει, έβα-
μέρες των γιορτών η θεία κι έπαιρναν πολύ βράσι- ζε τα κρεμμυδάκια χοντρο-
Κούλα, τύχαινε να γεννηθεί μο. Κατά καιρούς είχαν και κομμένα να τσιγαριστούν,
ο Κύριος την περίοδο που χοιρινά δικά τους. Άλλες έριχνε και τον πελτέ μπό-
μάζευαν τις ελιές, βλέπεις. ιστορίες τότε... Έννοια με- λικο να τσιτσιρίσει, έκανε
Δεν έφτανε που καθημερι- γάλη το'χε να καλοβράσει τη σαλτσούλα κι έβαζε το
νά σηκωνόταν αχάραγα, να το γιορτινό το φαγητό, θα κρεατάκι να βράσει κι αυτό.
ετοιμάσει τα "τζάτζαλα" και ήτανε το θέμα συζήτησης Άφηνε τη φωτιά να κάνει τη
το προσφάγι για το χωρά- για μέρες. Δεν ήθελε να δώ- δουλειά της, ετοίμαζε εκεί-
φι κι έπεφτε τελευταία το σει αφορμή στο γέρο της να νη τις Χριστοκουλούρες, τα
βράδυ μετά τη λάτρα του λέει... Είχε και το στομάχι σερβίτσια για το γιορτινό
σπιτιού, έρχονταν και οι του, να μην τον πειράξει. τραπέζι, τα ρούχα για την
γιορτές κι έπρεπε να ξεθε- Τον πρόσεχε το γέρο της, εκκλησιά. Γιατί ό,τι ώρα και
ωθεί λίγο παραπάνω, "για μπορούσε αλλιώς; Όλα τα να ξάπλωνε, στις πεντέμι-
το καλό". Να μη φτιάξει κα- χωράφια του χωριού "κα- ση είχε εγερτήριο, να πάει
μιά λαλαγγίδα, καμιά δίπλα, μάτευε" στα νιάτα του, με να προσκυνήσει τη Γέννησή
60 κανέναν κουραμπιέ, περνά- δυο βόδια, θεόρατα! Εργα- Του. Τέλειωνε ευτυχώς νω-
ει ένας άνθρωπος, να μην τικός, οικονόμος, μετρημέ- ρίς η Χριστουγεννιάτικη λει-
έχει να του βγάλει το κατι- νος, νοικοκύρης, προίκισε τουργία, γυρνούσε από την
τίς της; Αν ήταν τυχερή κι ελεύθερος, αδερφές και πλατεία, έσμιγε τα σέλινα με
έβρεχε κάποια μέρα, κάπως παντρεμένος, κόρες, έκανε το χοιρινό, αλατοπιπέρωνε,
τα βόλευε, μας λυπάται κι ο περιουσία και για το γυιό... έριχνε και λεμονάκι. Όλη κι
Θεός, έλεγε, διαφορετικά, Είχε να το λέει ο κόσμος , όλη η χαρά της ημέρας ήταν
χάρες δεν είχε: Στην ελιά αν δίνανε το βραβείο αγρό- να βλέπει τα πιάτα να αδειά-
ως το απόγευμα και ύστερα τη, σε εκείνον θα το δίνανε. ζουν το μεσημέρι, να χαίρο-
τρέξιμο για να προλάβει τα Θηρία σταθήκανε κι οι δυο. νται ο κύρης, τα παιδιά και
μαγεριά των γιορτώνε. Πρώτο άναβε το φως τους τα εγγόνια της το ωραίο της
Τα έπλενε λοιπόν από νωρί- το πρωί και τελευταίο έσβη- φαγάκι.
τερα τα σελινάκια της η θεια νε το βράδυ. (Εκείνη το Ταξίδεψε πριν πέντε χρόνια
Κούλα, να τα έχει έτοιμα, να άναβε και το έσβηνε, αλλά η θεια Κούλα. Αναπάντεχα,
μη χασομεράει. Και την πα- ας αφήσω τα φεμινιστικά γι' αθόρυβα, καθώς κοιμόταν
ραμονή το βράδυ, άναβε το άλλη ώρα...) βρήκε ευκαιρία η ψυχούλα
τζάκι, έστηνε τη σιδεροστιά Άφηνε, λοιπόν, τα σέλινα της να πετάξει στον παρά-
κι έβαζε να τα νεροβράσει. και βράζανε κι έπιανε εκεί- δεισο, να αναπαυτεί. Αλλά
Τις περισσότερες χρονιές, νη να κόψει το κρέας σε δεν την αφήσαμε ποτέ να
είχανε πετύχει και οι κήποι μερίδες. Το περνούσε από φύγει από κοντά μας. Πώς