Page 57 - mag_21
P. 57
του Φίλιππου Φίλια
www.facebook.com/filippos.filias
νόδευαν την αφήγησή της, κρεμασμένος απ’ σχολημένοι με τις δεξαμενές τους. Υπήρξα
τα χείλη της, έκλαιγα από τ’ ασυγκράτητα κάποτε άγγελος και σας μιλώ εκ πείρας.
γέλια, και τα δάκρυά μου ήσαν πεντάγλυκα, Τουλάχιστον τώρα εξασφάλισα μιαν άνετη,
γιατί σταλάζανε πάνω στο πιατελάκι με τον δροσερή γωνιά σε τούτον τον παράδεισο,
κουραμπιέ που βαστούσα. Αλίμονο, πέρα- χάνοντας βέβαια τον άλλον, τον ψηλότερο,
σαν αρκετά Χριστούγεννα ώσπου να κατα- οριστικά. Θα ξεσκονίσω, λοιπόν, το παιδικό
λάβω ότι τα επινοούσε η ίδια. Και πως αυτός τριγωνάκι μου κι ανηφορίζοντας στην πάνω
ο περίλυπος γελωτοποιός παίδευε το μυαλό πόλη, θα ψάλλω κι εφέτος τα κάλαντα στην
του επί έναν ολόκληρο χρόνο σκαρώνοντας κυρία Κατερίνα, τον μόνο άνθρωπο που κα-
ευτράπελες ιστοριούλες, για να με κρατήσει τέχει το μαγικό αντικλείδι για τη διπλοκλει-
κοντά του μονάχα δύο ώρες ετησίως. Το δωμένη περίπτωσή μου. Εξάλλου, γνωρίζω
σαλιωμένο δάκτυλο της μητέρας μου ξεκολ- καλά ότι κι αυτή αναμένει την άφιξη του
λούσε με ταχύτητα τα φύλλα του ημερολο- πρίγκιπά της. Θα την επισκεφθώ δήθεν για
γίου στον τοίχο της κουζίνας, μεγάλωσα, δύο λεπτά, αλλά, όπως πάντα, θα παραμεί-
ανδρώθηκα, συνέβησαν πολλά, η ζωή μου νω δύο ώρες. Και σφαλίζοντας τα μάτια μου
πήρε απρόσμενη τροπή, έπαψα από καιρό ερμητικά για να ξαναδώ εκείνο το αγοράκι
να πιστεύω στους μάγους και στα κάλαντα. με τις μακριές αφέλειες και να μην αντικρίζω
Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, έπαψα να το ζοφερό πορτρέτο της φθοράς –τ’ αραιά,
πιστεύω σ’ οτιδήποτε. Ωστόσο, στην κυρία λευκά μαλλιά της, τις ξεχαρβαλωμένες μα-
Κατερίνα, που είχε πια αποσυρθεί γερασμέ- σέλες της, το αποστεωμένο πρόσωπό της–,
νη στο διαμέρισμά της, συνέχισα να τα λέω θ’ αναλυθώ ολόκληρος σε γέλια μέχρι δα- 57
αδιάλειπτα. Όχι όμως τόσο από καλοσύνη, κρύων πικρών, σαν χιονάνθρωπος που ξε-
όπως άλλοτε, όσο από ιδιοτέλεια. Επιθυ- παγώνει δίπλα σε θερμάστρα ή σαν συμβο-
μούσα διακαώς να γευτώ τα ολόφρεσκα, λαιογράφος που μεταβλήθηκε προσωρινά
χειροποίητα ανέκδοτά της. Βλέπετε, αφότου σε κληρονόμο. Θεέ μου, πόση ανάγκη τα
μεταπήδησα στο στρατόπεδο των κερδισμέ- ‘χω! Για να καταλάβετε, μετράω τις μέρες
νων, αυτών δηλαδή που δεν στερούνται, ως την παραμονή των Χριστουγέννων – έγι-
επειδή ακριβώς στερούνται όλοι οι υπόλοι- να στο μεταξύ πιο ανυπόμονος απ’ την κομ-
ποι, αδυνατώ να γελάσω. Ούτε να κλάψω μώτρια και πλέον είμαι εγώ αυτός που ζει
μπορώ. Αυτός ήταν ο όρος του αθέατου για την καθιερωμένη ετήσια μας συνάντηση.
συμφωνητικού που τελικά, ενδίδοντας, υπέ- Ποιος ξέρει τι ανέκδοτα μού έχει ετοιμάσει,
γραψα. Κι αν σπεύσετε να με κατακρίνετε, η γλυκιά μου, ετούτες τις γιορτές. Κι ας είναι
θα σας απαντήσω ξερά ότι προτιμώ να εί- δέκα χρόνια πεθαμένη.
μαι αγέλαστος κι αδάκρυτος, παρά πειναλέ-
ος. Πιστέψτε με, οι άγγελοι δεινοπαθούν σ’
αυτόν τον κόσμο. Ενώ οι πάντες τους πλημ-
μυρίζουν διαρκώς με άχρηστους επαίνους,
κανείς δεν τους προσφέρει ποτέ ούτε ένα
ποτήρι νερό. Τη στιγμή της φλέγουσας ανά-
γκης, της αβάσταχτης δίψας, θαρρείς και
περιβάλλονται από την έρημο Σαχάρα. Βρο-
ντούν αφυδατωμένοι πόρτες και κουδού-
νια, ωστόσο οι ένοικοι είναι μονίμως απα-