Page 67 - mag_109n
P. 67

του Κωστή A. Μακρή



                                                                                         Τα βιβλία του Κωστή Α. Μακρή:
                          «Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες» και «Η Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια», από τις Εκδόσεις Πατάκη.
                                                   «Ο Λευκάτας, η Φαγιουμάτα και οι 888 Νάνοι», από τις Εκδόσεις Φίλντισι.



               Μια φορά κι έναν καιρό, σε                            νόντουσαν μέρα νύχτα για το ποιος θα
               μια χώρα χωρένια, σε μια πόλη πόλι-                   προλάβει να πάρει πρώτος το μέρος
               νη και σ’ έναν τόπο τόπινο, ζούσε ένα                 της. Για να φαίνεται πιο καλός στα μά-

               μικρό κορίτσι που το λέγανε Λενιώ.                    τια της Λενιώς. Και η Λενιώ περνούσε
               Ελένη δηλαδή τη λέγανε αλλά όλοι                      καλά με τους παππούδες της και τις

               μέσα στο σπίτι, η μαμά της κι ο μπα-                  γιαγιάδες της γιατί όπως είπαμε ήταν
               μπάς της και οι γιαγιάδες και οι παπ-                 ένα πολύ καλό κοριτσάκι. Τι καλό δη-
               πούδες της, τη φωνάζανε Λενιώ.                        λαδή, «καλάμια» ήταν η Λενιώ που

               Κι όλοι αυτοί οι πολλοί άνθρωποι                      συνέχεια «το ένα της μύριζε και τ’ άλλο

               ζούσανε μαζί στο ίδιο σπίτι. Αλλά όχι                 της ξίνιζε» όπως έλεγε η μια γιαγιά.
               -όπως λένε μερικοί- “ο ένας πάνω                      Κι αμέσως η άλλη να πάρει το μέρος
               στον άλλον”. Τους χωρούσε το σπίτι                    της Λενιώς λέγοντας: «Μικρό παιδάκι

               μια χαρά γιατί ήταν αρκετά μεγάλο και                 είναι ακόμα. Τι θέλεις τώρα; Άμα με-
               περνούσανε καλά. Τι καλά δηλαδή,                      γαλώσει θα στρώσει». Κι από κει ξε-

               που οι καυγάδες των παππούδων και                     κίναγε ένας γερός καβγάς με δυνατές
               των γιαγιάδων ακουγόντουσαν μέχρι                     φωνές ανάμεσα στις δυο γιαγιάδες.                          67
               τον ψιλικατζή, τον υδραυλικό, τον ηλε-                Που και βέβαια αγαπούσανε πολύ και

               κτρολόγο και το μανάβη. Ο φούρνα-                     οι δυο τους την εγγονή τους τη Λενιώ.
               ρης για να λέμε την αλήθεια δεν τους                  Αλλά τσακωνόντουσαν συνέχεια για

               άκουγε. Όχι επειδή ήτανε κουφός                       το ποια θα προλάβει να της κάνει το
               αλλά ο φούρνος του βρισκόταν αρκε-                    χατήρι για να φανεί εκείνη πιο καλή
               τά μακριά από το σπίτι της Λενιώς.                    στα μάτια της Λενιώς. Όλα αυτά γι-

               Η Λενιώ λοιπόν ήταν ένα καλό κο-                      νόντουσαν όταν έλειπαν η μαμά κι
               ριτσάκι. Τι καλό δηλαδή, που «στο                     ο μπαμπάς στις δουλειές τους. Και

               κοφίνι δε χωρούσε και στο καλάθι                      η Λενιώ αλώνιζε μέσα στο σπίτι. Τα
               περίσσευε» όπως έλεγε ο ένας παπ-                     έκανε όλα άνω κάτω και μαλλιά κου-
               πούς. Κι αμέσως ο άλλος έλεγε με                      βάρια. Έκανε ό,τι ήθελε και δούλευε

               θυμό: «Μικρό παιδάκι είναι ακόμα!                     ψιλό  γαζί  τους  παππούδες  της  και
               Τι θέλεις να σου κάνει; Άμα μεγαλώ-                   τις γιαγιάδες της. Και κείνοι οι κα-

               σει θα στρώσει». Κι αμέσως ξεκίναγε                   κόμοιροι, λέγανε: «Ε! Μικρό παιδάκι
               ένας καλός καβγάς με δυνατές φωνές                    είναι. Δεν θα ’χει και τις παραξενιές
               ανάμεσα στους δυο παππούδες. Τον                      του;» ή «Παιδί πράμα, να μην κάνει

               μπαμπά της μαμάς και το μπαμπά τού                    και τις αταξίες της και τα νάζια της;».
               μπαμπά της Λενιώς. Που την αγαπού-                    Και καμάρωνε μέσα της η Λενιώ που

               σαν βέβαια και οι δυο τους τη Λενιώ                   τους είχε του χεριού της και τους έκα-
               και πάρα πολύ μάλιστα. Αλλά τσακω-                    νε ό,τι ήθελε τους παππούδες και τις
   62   63   64   65   66   67   68   69   70   71   72