Page 70 - mag_109n
P. 70
ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Τα Καλημερολαγούδια
της Λενιώς
παππούδες που τους τα ’κανε όλα άνω κια δεν μένουνε όλο το πρωί στο κρε-
κάτω και δεν τους άφηνε σε χλωρό βατάκι τους. Σηκώνονται νωρίς, να
κλαρί. Σηκωνότανε λοιπόν με τη μού- φάνε το πρωινό τους, να παίξουνε, να
ρη κρεμασμένη κάτω σαν προβοσκί- ακούσουν ιστορίες και παραμυθάκια
δα θυμωμένου ελέφαντα. Κι άρχιζε από τους παππούδες και τις γιαγιά-
να βασανίζει τους παππούδες και τις δες. Έτσι πρέπει να κάνεις και συ. Μας
γιαγιάδες που δεν ξέρανε πώς να την υπόσχεσαι ότι αύριο θα σηκωθείς κα-
ευχαριστήσουν και να την κάνουνε νονικά από το κρεβατάκι σου;».
να γελάσει. Ή, έστω, να χαμογελάσει. Η Λενιώ υποσχότανε αλλά την άλλη
«Έχει πέτσα το γάλα!» στρίγκλιζε η Λε- μέρα το πρωί, έκανε πάλι τα ίδια. Οι
νιώ. Και δώσ’του σούρωμα το γάλα. παππούδες είχανε παρατήσει τις προ-
«Κρύωσε τώρα!» ούρλιαζε η Λενιώ. σπάθειες. Οι γιαγιάδες σηκώνανε τα
Και δώσ’του ξαναζέσταμα το γάλα. χέρια ψηλά απελπισμένες. Ο μπαμπάς
«Τα μπισκότα αυτά είναι πανιασμένα! στενοχωριότανε και η μαμά ήτανε λυ-
Θέλω καινούρια μπισκότα, τραγανι- πημένη.
70 στά!» στραβομουτσούνιαζε η Λενιώ. * * *
Και τρέχανε οι παππούδες ποιος θα Είχαν έρθει οι αποκριές. Ένα απόγευ-
πρωτοανοίξει καινούριο κουτί με μπι- μα, ο μπαμπάς και η μαμά της Λενιώς,
σκότα τραγανά. Να της χαλάσουνε το πήγανε σ’ ένα μαγαζί και αγοράσανε
χατήρι; Αν είναι ποτέ δυνατόν! Μέχρι δυο πολύχρωμες στολές μεγάλων
ν’ αποφασίσει η Λενιώ τι ρούχα ήθελε λαγών. Όταν τις πήρανε από το ειδικό
να βάλει, γανιάζανε οι γιαγιάδες. Μέ- εκείνο μαγαζί δεν ήταν πολύχρωμες.
χρι να ντυθεί η Λενιώ, κάνανε τους Τους έραψε όμως κρυφά η μαμά της
φασουλήδες οι παππούδες. Ό,τι ήθελε Λενιώς πολλές κορδέλες κίτρινες,
η Λενιώ! Όλα για τη Λενιώ! Κι όλο και κόκκινες, μπλε, πράσινες, ροζ, γα-
γαϊδούρευε η Λενιώ και λίγο ακόμα λάζιες και πορτοκαλί και γίνανε πο-
ήθελε για να μακρύνουνε τ’ αυτιά της λύχρωμες οι στολές των λαγουδιών.
και να βγάλει ουρά με φούντα στην Κρύψανε τις στολές μέσα στη μεγάλη
άκρη. Σαν αληθινό γαϊδουράκι. ντουλάπα στην κρεβατοκάμαρά τους
* * * να μην τις δει η Λενιώ.
Η μαμά κι ο μπαμπάς της Λενιώς, μα- Την άλλη μέρα το πρωί δεν έφυγαν
θαίνανε κάθε βράδυ τα κατορθώματα νωρίς νωρίς για τη δουλειά τους.
της κόρης τους από τους ταλαίπω- Είχανε πάρει άδεια για δυο ώρες και
ρους παππούδες και τις ξεθεωμένες μείνανε στο σπίτι μέχρι τις εννιά. Την
γιαγιάδες. Πιάνανε τότε τη Λενιώ τους ώρα εκείνη, φόρεσαν τις πολύχρωμες
και της λέγανε: «Λενιώ μου, τα παιδά- λαγουδοστολές και μπήκανε σιγά σιγά,