Page 69 - mag_109n
P. 69
του Κωστή A. Μακρή
στον μπαμπά της, εκείνος τής έλεγε το πρωί! Και να ξυπνήσω δεν θα ση-
με σηκωμένα τα φρύδια και με φωνή κωθώ απ’ το κρεβάτι μου! Θα κοιμά-
σοβαρή: «Έχει δίκιο η μαμά!». μαι όλη τη μέρα μέχρι να γυρίσουνε.
Το ίδιο κι όταν τη μάλωνε ο μπαμπάς. Να δουν αυτοί…».
Έτρεχε η Λενιώ κλαψουρίζοντας στη Στη μαμά και στο μπαμπά όμως δεν
μαμά της. Εκείνη όμως, η άκαρδη, έλεγε τίποτα. Τους φιλούσε γλυκά γλυ-
της έλεγε σοβαρή και με σηκωμένα κά κι έλεγε: «Καληνύχτα μπαμπούλη
τα φρύδια: «Έχει δίκιο ο μπαμπάς!». μου! Καληνύχτα μαμάκα μου!». Και
Τότε περνούσε πολύ δύσκολες στιγ- πραγματικά, το ’λεγε και το ’κανε η
μές η Λενιώ. Που ευτυχώς όμως δεν Λενιώ.
κρατούσανε για πολύ. Σηκωμό δεν είχε τα πρωινά στις κα-
Γιατί όταν μετά από λίγο τους έβλεπε θημερινές. Τι “καλημερούδια” της
να γελάνε, ν’ αγκαλιάζονται και να φι- φωνάζανε οι παππούδες. Τι “Ξύπνα,
λιούνται και ν’ αγκαλιάζουνε και κείνη, μωρό μου, να φας!» της φωνάζαν οι
χαιρότανε τόσο πολύ που τα ξεχνούσε γιαγιάδες, τι “Ξύπνα, τεμπελχανού,
όλα. μεσημέριασε!”. 69
* * * Τίποτα! Η Λενιώ τ’ άκουγε όλα βερε-
Η Λενιώ περνούσε ωραία στο σπίτι σέ κουκουλωμένη στο παπλωματάκι
της τα Σαββατοκύριακα που ήταν όλοι της.
μαζί. Κι έλεγε από μέσα της: «Φωνάζε-
Όταν όμως ερχότανε το βράδυ της τε εσείς. Φωνάζετε… Εγώ θα μείνω
Κυριακής, η μαμά τη φιλούσε για κα- εδώ στο κρεβάτι μου μέχρι να έρθουν
ληνύχτα και της έλεγε: η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου». Κά-
«Κοίτα, Λενιώ μου, αύριο που θα λεί- ποια στιγμή όμως, όπως είναι φυσικό,
πουμε ο μπαμπάς κι εγώ… Το νου βαριότανε να μένει κουκουλωμένη
σου. Μην τους αλλάξεις πάλι τα φώτα στο κρεβάτι. Κι ας είχε χώσει κάτω
και γυρίσουμε και τους βρούμε σε από τα σκεπάσματα όλα της τ’ αρκού-
κακό χάλι κι αρχίσουνε πάλι να μας δια, τα σκυλάκια, τα γατάκια, τα παπιά
ψέλνουν. Εντάξει;». και ένα σωρό άλλα κουκλιά που φόρ-
Και εννοούσε τους παππούδες και τωνε στο κρεβάτι της για να παίζει.
τις γιαγιάδες. Τ’ άκουγε αυτά η Λε- Ήθελε να σηκωθεί να κάνει πατίνι, να
νιώ και στενοχωριότανε και λυπότανε παίξει με το πιανάκι της, να σκαλίσει τα
πολύ που το άλλο πρωί θα λείπανε και κατσαρολικά στην κουζίνα, να παίρνει
η μαμά κι ο μπαμπάς της. Και τότε η τα πούλια και να φτιάχνει πύργους την
Λενιώ έλεγε με θυμό και πείσμα από ώρα που παίζανε τάβλι οι παππούδες.
μέσα της: «Κι εγώ πάλι δεν θα ξυπνάω Κι ας φωνάζανε οι γιαγιάδες και οι