Page 63 - mag_109n
P. 63
της Δήμητρας Ξενάκη
Έφτασα στη μικρή πόλη ξημερώματα. ένα ψεύτικο πικρό γέλιο. Φορούσαμε μια
Κατέβηκα νυσταγμένη από το τραίνο. μάσκα που πάλευε να μας δείχνει δυνα-
Μου φάνηκε πως δεν είχε αλλάξει τίπο- τούς. Όλοι ξέραμε πως πηγαίναμε στο
τα. Σαν να ‘χε παγώσει ο χρόνος όσον άγνωστο. Όλοι αφήναμε πίσω κομμά-
καιρό έλειπα. Σαν να είχαν σταματήσει τια του εαυτού μας. Τα δάκρυα έτρεχαν,
οι δείκτες των ρολογιών στην ώρα που μέσα μας, αργά και βασανιστικά.
έδειχναν τότε, πριν δεκαπέντε χρόνια Τίναξα το κεφάλι απότομα, σαν να ήθελα
που έφευγα απ’ αυτόν τον τόπο. να διώξω τις πικρές σκέψεις.
Έσφιξα το παλτό μου, πήρα την μικρή Συνέχισα να βαδίζω γρήγορα και απο-
βαλίτσα και προχώρησα προς το παλιό φασιστικά. Ήθελα να φτάσω πριν τα
μου σπίτι. αδέλφια μου. Λαχταρούσα να περάσω
Ήξερα πως ήταν ακατοίκητο πια. Εικόνες λίγη ώρα μόνη στην παλιά μου κάμαρα.
Ανυπομονούσα να ανέβω στην ταράτσα
από κάμαρες βουβές ερχόταν μπροστά από την στριφογυριστή σιδερένια σκάλα
μου κι έκαναν τον αέρα που φυσούσε της κουζίνας, που ένωνε τη γη με τον ου-
ακόμα πιο παγερό. ρανό.
Ήξερα πως δεν με περίμενε κανένα τζά- Μόνη, όπως παλιά, τότε που σήκωνα τα 63
κι αναμμένο, κανένα γλυκό που φτιάχτη- χέρια ψηλά και νόμιζα πως θ αγγίξω τ’
κε για μένα, καμιά αγκαλιά για με σφίξει. αστέρια.
Είχα αφήσει αυτή τη πόλη, δεκάξι χρο- Το σπίτι πουλιόταν.
νών, ξαφνικά και βιαστικά. Αυτό αποφάσισαν τ’ αδέλφια μου. Είχε
Όλη η οικογένεια πήρε το τραίνο για την έξοδα, πώς να συντηρηθεί? Η γιαγιά και
πρωτεύουσα. Το ξυλουργείο του πατέρα οι γονείς είχαν φύγει…
έκλεισε. Τα χρέη -έλεγαν- μας έπνιγαν. Στ’ αυτιά μου άρχισαν να φτάνουν οι ήχοι
Δεν μας εξήγησαν και πολλά. της πόλης που ξυπνούσε. Ήχοι γνώριμοι
Έπρεπε να πάμε στην Αθήνα. Οι γονείς από τότε που ήμουν παιδί. Μου έφερ-
μας έπρεπε να δουλέψουν. Άμεσα! ναν χαρά και θλίψη μαζί. Μου θύμιζαν
Έμεινε πίσω η γιαγιά, σταθερή, μόνιμη το μικρό κοριτσάκι που ετοιμαζόταν για
παρουσία στο σπιτάκι που μας μεγά- το σχολείο κι έψαχνε να βρει τρόπους να
λωσε. Την θυμάμαι να μας αποχαιρετά αποφύγει εκείνο το υποχρεωτικό πρωι-
στοργικά, αδάκρυστη και δυνατή. Την
Σκουριά θυμάμαι να μας λέει πόσο τυχερά παι- Έφτασα μπροστά στην καγκελόπορτα του
νό που θα την «μεγάλωνε».
διά ήμασταν που θα πάμε σε σχολεία της
κήπου. Στάθηκα ακίνητη και την κοιτού-
πρωτεύουσας.
σα με μάτια γουρλωμένα. Στη θέση της
Εκείνη θα μας περίμενε πάντα, έλεγε.
Γελούσε. Γελούσαμε κι εμείς, όμως ήταν πόρτας, στεκόταν ένα σκουριασμένο
απομεινάρι με κάγκελα φαγωμένα και