Page 73 - mag_75
P. 73

της Αλεξάνδρας Πιπλικάτση











               άδεια, ασφάλεια». Έχει σταθεί έξω  κας, ο πάγος, τα χοντρουλά παγωμέ-

               απ’ το παράθυρό μου και το ύφος  να σκουλήκια του κι η αφόρητη βρό-
               του είναι θυμωμένο.                                  μα. Κάνει απότομα πίσω.
               «Μάλιστα, μάλιστα», λέω και ψάχνω  «Τι είναι αυτά;», ξαναρωτάει. Δεν


               στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Τα  έχει πλέον νόημα να κρύβομαι και
               χέρια μου τρέμουν. Πέφτουν χαρ-                      του λέω την ιστορία μονοκοπανιά.
               τιά, υγρά μαντηλάκια, σερβιέτες.                     «Ο Κώστας φταίει, κύριε τροχονόμε
               «Τι συμβαίνει;» ρωτάει και σκύβει.                   μου. Ο ξάδερφός μου. Ξέρετε έχουμε

               «Ένα λεπτό. Ένα λεπτό», του λέω  μια θεία. Αυτή όλη κι όλη. Οι γονείς

               και μαζεύω όπως μπορώ ό, τι έχει  μας πεθάνανε. Η θεία Φλώρα είναι η
               πέσει. Δεν βρίσκω όμως τα χαρτιά  αδερφή του μπαμπά. Είναι πλούσια,
               που μου ζητάει.                                      κύριε τροχονόμε μου, αλλά περίεργη

               Ο τροχονόμος απομακρύνεται λίγο  και τσιγκούνα. Μόνο τον Φλόκα αγα-

               κι ακουμπάει με  το χέρι του τη λαβή  πούσε. Τον Φλόκα, τον σκύλο της,
               του όπλου του.                                       που είναι μέσα στο ψυγείο. Τώρα η
               Τελικά τα βρίσκω.                                    θεία είναι στο γηροκομείο. Έχει χει-                        73

               «Ορίστε», του λέω κι αυτός κοιτάει  ροτερέψει η παραξενιά της. Μας ζή-

               το πανιασμένο μου πρόσωπο. Τη  τησε τον σκύλο της. Ο Φλόκας όμως
               στιγμή που του τα δίνω γλιστρά-                      είχε εδώ και μέρες ψοφήσει. Τον
               νε απ’ τα χέρια μου και βρίσκονται  είχαμε θάψει στον κήπο του σπιτιού

               στην άσφαλτο.                                        της. Κι ακούστε τι μας ζήτησε! Να της

               «Βγείτε έξω τώρα!», φωνάζει επιτα-                   τον πάμε με φέρετρο, να του κάνει
               κτικά.                                               κηδεία αξιοπρεπή και τάφο. Να τον
               Βγαίνω. Δεν έχω άλλη λύση.                           έχει κοντά της. Εγώ έλεγα στον Κώ-

               Είμαι σε θλιβερή κατάσταση κι αυ-                    στα πως ένα ersatz θα μας έσωνε.

               τός το βλέπει. Μαλακώνει το ύφος  Αλλά αυτός επέμενε πως η θεία θα το
               του και σκύβει. Πιάνει τα χαρτιά  καταλάβαινε και μ’ έβαλε να πάω να
               μου και κοιτάει στο εσωτερικό του  ξεθάψω το σίχαμα και να το κουβα-

               αυτοκινήτου.                                         λήσω εκεί, όσο αυτός θα κανόνιζε τα

               «Τι μεταφέρετε; Τι είναι αυτό; Φέ-                   τυπικά με τους υπεύθυνους του γη-
               ρετρο; Τόσο μικρό;» Δεν περιμένει  ροκομείου.» Παίρνω ανάσα κι αυτός
               απάντηση. Το ανοίγει. Άδειο. «Τι  με κοιτά με γουρλωμένα μάτια.

               μυρίζει τόσο άσχημα;», συνεχίζει κι  «Ο Φλόκας είναι αυτός; Ψόφησε ο

               ανοίγει το ψυγείο. Το φρικτό θέαμα  Φλόκας;» ρωτάει και ξαναβάζει το
               φανερώνεται μπροστά του. Ο Φλό-                      μισό κορμί του μέσα στο αμάξι μου
   68   69   70   71   72   73   74   75   76   77   78