Page 74 - mag_75
P. 74

μΙΚΡες ΙςΤοΡΙες

                            Ersatz








               κι ανοίγει αυτή τη φορά διάπλατα το                   ψουν με τον πλούσιο γνώριμο κι

               καπάκι του φορητού ψυγείου. «Φλό-                     όχι μ’ αυτόν που αγαπούσε. Ύστε-
               κα!» αναφωνεί κι η μυρωδιά δεν τον                    ρα της πήραν και το παιδί της. Πριν
               ενοχλεί καθόλου. Αντίθετα νιώθω                       την παντρέψουν, φυσικά. Και τώρα

               πως λίγο ακόμη θέλει και θ’ αγκα-                     τα ανίψια της προσβλέπουν σε μια

               λιάσει το σκουληκιασμένο πτώμα.                       κληρονομιά. Έτσι δεν είναι;» λέει ο
               Πάντως το λουράκι του το πιάνει κι                    τροχονόμος και νιώθω να έχει γίνει
               επιβεβαιώνει την ταυτότητά του.                       μεγαλύτερο αδίκημα από μια απλή

               «Ξέρατε τον Φλόκα;» τολμάω να                         παραβίαση του ορίου ταχύτητας.

               ρωτήσω.                                               «Μα πώς; Πώς τα ξέρετε εσείς;» Η
               «Ε;» κάνει και τινάζεται προς τα έξω.                 φωνή μου τρέμει.
               «Πού είναι η θεία σας; Σε ποιο γη-                    «Εγώ; Εγώ… την έψαξα. Την βρήκα.

               ροκομείο την πήγατε; Από πότε είναι                   Την επισκεπτόμουν κρυφά μέχρι να

               εκεί;» συνεχίζει μ’ απανωτές ερωτή-                   πεθάνει ο άντρας της. Της πήγα και
               σεις.                                                 τον Φλόκα για να έχει συντροφιά.
   74          «Δεν  καταλαβαίνω…  Ξέρατε  τη                        Αυτές τις  μέρες  έλειψα  για  να τα-

               θεία μου; Τη Φλώρα Μαυρομάτη;»                        κτοποιήσω τα χαρτιά μας. Δεν πρό-

               καταφέρνω να ρωτήσω κι εγώ, το-                       λαβα να περάσω απ’ το σπίτι για να
               νίζοντας το όνομά της αφού ήξερα                      δω πως λείπει, μα ευτυχώς έπεσα
               καλά πως η θεία δεν είχε και πολλές                   επάνω σου ξαδερφούλα και τώρα

               γνωριμίες, ούτε δεχόταν ποτέ επι-                     εσύ θα μου πεις που είναι η μητέρα

               σκέψεις.                                              μου», μου λέει κι εγώ κοντεύω να λι-
               «Ναι, τη γνωρίζω, δεσποινίς Μαρ-                      ποθυμήσω.
               γαρίτα Μαυρομάτη», μου λέει και                       «Ασύλληπτο! Εξωφρενικό!» ανα-

               κάνει πως κοιτάζει τα χαρτιά μου.                     φωνώ.

               Δεν πείθομαι. Δεν τα κοίταξε. Πού                     «Ναι. Δεν είναι;» μου λέει. «Όπως
               με ξέρει;                                             εξωφρενικό είναι κι αυτό που κου-
               «Δεν καταλαβαίνω», του λέω. «Πώς                      βαλάς».

               γνωριζόσαστε με τη θεία; Εμείς δεν                    Λυγίζω. «Εσύ τι θα έκανες στη θέση

               σας είχαμε καθόλου υπόψη. Η θεία                      μας; Δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα. Η
               είναι ιδιαίτερα μοναχικός άνθρω-                      θεία νομίζαμε πως ήταν ικανή να τ’
               πος», συνεχίζω.                                       αφήσει όλα σε άσυλο για σκύλους.

               «Ναι, ήταν. Ζούσε μόνο για να ζει,                    Μας ζήτησε αυτό για να μας γράψει

               αφού ο αδερφός της και ο πατέρας                      το σπίτι της σε αντάλλαγμα. Και ξέ-
               της αποφάσισαν να την παντρέ-                         ρεις κάτι; Πολύ αμφέβαλλα εγώ γι’
   69   70   71   72   73   74   75   76   77   78   79