Page 29 - mag91
P. 29
της Δήμητρας Ξενάκη
αλλά εκείνος ερχόταν, μόνο για μένα. ζα, χωρίς να σκέφτομαι μήπως καώ.
Πίναμε κρασάκι, τσουγκρίζαμε, το χέρι Φλόγες τρελές, και λέξεις ασυνάρτητες,
μου ακουμπούσε ελαφρά το δικό του κι μπερδεύονταν στο μυαλό μου. Τα ξέ-
εγώ ένοιωθα, πως μ’ακουμπούσε επί- μπλεκα με υπομονή κι έβλεπα παντού τα
τηδες, πως εκείνη την ώρα μίλαγε τη σημάδια ενός δειλού έρωτα, που όμως
δική μας γλώσσα. έσκιζε σαν αστραπή τον ουρανό, για να
Κάποια μοναχικά απογεύματα, έπαιρνα 'ρθει σε μένα.
το βιβλίο μου και καθόμουν στα βράχια Μια μέρα, μου 'πε πως θα 'φευγε για
που βρίσκονταν κάτω από το σπίτι του. ένα διπλανό νησί. Μόνος. Χωρίς να με
Το κεφάλι μου, σκυμμένο στις ανοιχτές καλέσει.
σελίδες, τα μάτια να μη βλέπουν κανένα - Φεύγω σε δυό μέρες, είχε πεί.
γράμμα και να καραδοκούν να δούν τη Θα βρω εκεί φιλαράκια.
σιλουέτα του να περνάει. Η θάλασσα αγρίεψε μπροστά μου. Το
Πότε-πότε ερχόταν να κάτσει μαζί μου. κύμα έσκασε με θόρυβο στα πόδια μου,
Μου 'λεγε για τη σχολή του, για τις δου- φανερώνοντας την αντάρα της ψυχής
λειές του ποδαριού που έκανε, για το μου. 29 29
άθλιο δωμάτιο που 'χε νοικιάσει στο - Να περάσεις ωραία, ψέλλισα.
νησί, για μια γιαγιά σπιτονοικοκυρά... - Κι εσύ
Μιλούσε και με κοίταζε διαφορετικά, Λέξεις «μικρές», κοινότυπες, απομει-
απ’ ότι τους άλλους. Το καταλάβαινα!
Μέχρι και να περπατήσουμε μου είπε νάρια μιας μεγάλης φωτιάς. Που πήγαν
μια μέρα, είχε κουραστεί –είπε– να κά- οι φλόγες που χόρευαν; Ποιός έσβησε
θεται στα βράχια.. την αστραπή;
- Πώς άντεχα, ρώτησε, να κάθο- - Φεύγω σε δυο μέρες είχε πει.
μαι τόσην ώρα; (Με νοιαζόταν είχα σκε- Έτσι απλά. Όπως θα το 'λεγε σε κάθε πε-
φτεί εγώ.) Και ήμουν σίγουρη πως με ραστικό.
πλησιάζε σιγά σιγά, ξέροντας καλά πως Μετά από δυο μέρες, εγώ γέμισα πάλι
εκείνο το μπλέ πουλόβερ, ήταν πάντα το σακίδιο, που μετρούσε τα καλοκαί-
δίπλα στο μαξιλάρι μου. Κι έγινα τσιγγά- ρια μου, αφήνοντας το μπλέ πουλόβερ
να, που ήξερε να διαβάζει τη μοίρα και πεταμένο στο κρεβάτι.
να βλέπει τι σήμαινε κάθε βλέμμα - Θα πάμε στο πιο μακρινό νησί,
Είχα ανάψει μόνη μου, μια τεράστια φω- του είπα.
τιά, αλλά εκείνος έφερνε τα ξύλα να τη - Μόνοι; ρώτησε
θρέφει. Οι φλόγες χόρευαν ζαλισμένες, - Μόνοι, απάντησα. Χωρίς ψευ-
σ ένα δικό τους άταχτο χορό. Έφτιαχναν δαισθήσεις.
τα σχήματα, που ήθελα. Και τις πλησιά-