Page 72 - mag_107_N
P. 72

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ                                       της Δήμητρας Ξενάκη

                   Τα Χριστούγεννα

                            της Άννας





               τσιγγάνα πούλαγε μπαλόνια.                            άστρα.

               - Κάρφωσε τα μάτια της στην πολύ-                     - Θα μαζευτούν όλες στον ουρανό
               χρωμη πραμάτεια με λαχτάρα.                           και θα φτιάξουν το άστρο των Χρι-

               - Που πας; ρώτησε η τσιγγάνα. Δεν                     στουγέννων, είπε η Άννα.

               απάντησε. Τι ν’ απαντήσει;                            Η  τσιγγάνα  δίπλα  της  δεν  γέλασε.

               - Είσαι παγωμένη φώναξε η γυναί-                      Δεν την κορόιδεψε.
               κα. Έλα μαζί μου.                                     - Φτιάχνουν δαντέλες οι γλώσσες

               Σηκώθηκε και την ακολούθησε.                          της φωτιάς, συνέχισε η Άννα. Η μάνα

               Ξέχασε πως «δεν πάμε με αγνώ-                         μου έπλεκε δαντέλες στο χωριό.
               στους». Το χέρι της τσιγγάνας ήταν                    Κι έφυγε νοερά. Η φωτιά σχημάτιζε

               ζεστό. Χαμογελούσε. Δεν ήταν κα-                      δαντέλες κι αγαπημένα πρόσωπα.
               κιά, το ένοιωθε.                                      Εκείνη πετούσε. Σε λίγο θα φανε-

               Περπάτησαν πολλή ώρα.                                 ρωνόταν το μεγάλο αστέρι. Έγειρε
                                                                     στην αγκαλιά της τσιγγάνας κι απο-

   72          Το ίδιο βράδυ βρέθηκε σε μια πρό-                     κοιμήθηκε με την καρδιά ξέχειλη
                                                                     από αγάπη και φως…
               χειρη κατασκήνωση. Με λένε Λώρα
               της είπε η γυναίκα που την είχε φέ-

               ρει. Την πήρε στη σκηνή της, άφησε
               κάτω το βαλιτσάκι, την τύλιξε μ’ ένα

               τεράστιο  σάλι  και  την  τράβηξε  στη
               μεγάλη φωτιά που υψωνόταν ανά-

               μεσα από τις σκηνές.

               - Κάτσε της είπε. Της έφερε σούπα
               σ’ ένα τσίγκινο κύπελλο.

               - Σε λίγο θα ζεσταθείς, συμπλήρω-

               σε.
               Η Άννα ρούφηξε το καυτό ζουμί κι

               αφέθηκε στις φλόγες που χόρευαν.

               Έπαιρναν χίλια σχήματα, έφτιαχναν
               μορφές, και τραγουδούσαν μαζί με

               τα κλαδιά που έτριζαν.

               Τις ακολούθησε. Κόκκινες άυλες κι
               αεικίνητες ανέβαιναν ψηλά ως τα
   67   68   69   70   71   72   73   74   75   76   77