Page 71 - mag_107_N
P. 71

της Δήμητρας Ξενάκη











               γκρίνιαζαν και ζητούσαν Χριστου-                      ανάλαφρη. Η πίκρα που την πλημ-

               γεννιάτικο δέντρο.                                    μύριζε μεταμορφώθηκε σε αγάπη
               Η Νόννα- γερή ακόμα- προσπαθού-                       και στα χείλη της ζωγραφίστηκε το

               σε να τις ηρεμήσει με την τραγουδι-                   πιο γλυκό χαμόγελο

               στή φωνή της. Κι έπειτα μουρμούρι-                    - Λες βλακείες της είπε η κόρη της
               ζε για νέες συνήθειες και ρωτούσε                     κυρίας.  Το  Χριστουγεννιάτικο  δέ-
               ποιος τα είπε αυτά στις μικρές.                       ντρο είναι έλατο.

               Μέχρι που η μάνα κι ο πατέρας,                        - Και είσαι και κλέφτρα, συνέχισε,

               βγήκαν στο κρύο και γύρισαν με μια                    δείχνοντας  την  κόκκινη  κορδέλα
               μεγάλη κλάρα ελιάς. Την στερέω-                       που στόλιζε την αλογοουρά της.

               σαν όρθια με πέτρες δίπλα στο τζά-                    Προσγειώθηκε απότομα η Άννα. Το

               κι. Κι έπειτα τους έδωσαν καρύδια                     όνειρο έσβησε, η κλάρα της ελιάς
               και μύγδαλα. Ο πατέρας έφερε όσα                      κάηκε και γύρω της απλώθηκαν
               κουτιά τσιγάρα είχε. Τα άνοιξε και                    γκρι στάχτες. Τράβηξε απότομα την

               τους έδειξε πώς να βγάλουν το αση-                    παλιά κόκκινη  κορδέλα που  είχε                           71

               μόχαρτο από το κουτί. Μ’ αυτό τύλι-                   βάλει στα μαλλιά της κι έτρεξε στη
               ξαν τα καρύδια και γέμισε το τραπέζι                  μικρή κάμαρα.

               ασημένιες μπαλίτσες. Η μάνα τις βο-
               ήθησε να τις στερεώσουν ανάμεσα

               στα κλαδιά της ελιάς.                                 Πριν την προλάβει η Αρετή, βγήκε
               Και γέμισε η κλάρα ασημένιες μπά-                     από το σπίτι, σέρνοντας το παλιό βα-

               λες, που έλαμπαν από τις φλόγες του                   λιτσάκι, που κουβαλούσε μαζί της

               τζακιού και η κλάρα της ελιάς έγινε                   δύο χρόνια πριν, όταν ήρθε απ’ το
               δέντρο ασημένιο σαν να ‘χε κλέψει                     χωριό.

               το φως του φεγγαριού.                                 Δεν ήξερε που πήγαινε. Η παγωνιά

               Ποτέ ο αλάδωτος τραχανάς δεν ήταν                     της τρυπούσε τα κόκκαλα.
               πιο  νόστιμος.  Ποτέ  τα  κάλαντα  δεν                Έτρεχε.

               ήταν τόσο μελωδικά.                                   - Να φύγω, σκεφτόταν, να φύγω μα-

               Και δεκατετράχρονη Άννα είχε μι-                      κριά. Δεν άκουγε τίποτα πέρα από
               κρύνει, είχε ξαναγίνει η Αννούλα                      μουσικές που πλημμύριζαν  τους
               που έτρεχε να πει πρώτη τα κάλαντα                    δρόμους. Τα δάκρυα έτρεχαν αστα-

               στη νόνα. Είχε γίνει ένα μικρό γελα-                  μάτητα στα παγωμένα ροζ μάγουλα.

               στό αγγελάκι, σαν εκείνα που είχε                     - Λαχανιασμένη  κάθισε να ξαπο-
               δει στο βιβλίο της δασκάλας. Πέταγε                   στάσει σ’ ένα παγκάκι. Δίπλα της μια
   66   67   68   69   70   71   72   73   74   75   76