Page 70 - mag_107_N
P. 70
ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Τα Χριστούγεννα
της Άννας
φάνηκε μάλιστα πως σκορπούσαν νές. Ένοιωθε την γλύκα που είχαν οι
φως! τηγανίτες της μάνας της.
Από τότε, οι κορδέλες και οι φιόγκοι Εξαϋλωνόταν, έβγαινε απ’ το παρά-
ήταν δικό της καθήκον. Τους έφτια- θυρο και βρισκόταν στα αγαπημένα
χνε προσεκτικά κι έπειτα τους στε- της μέρη. Περιφερόταν εκεί, νεράιδα
ρέωνε στην μεγάλη πράσινη γιρλά- αόρατη. Χάιδευε το θλιμμένο πρό-
ντα που τυλιγόταν στο κάγκελο της σωπο της μάνας, καθόταν στο τζάκι
σκάλας. με την κατάκοιτη Νόννα, κι άκουγε
Και συνήθισε τις ετοιμασίες και τους τον άνεμο να μουρμουρίζει ιστορίες
στολισμούς. παλιές.
Συνήθισε; Το πρωί γυρνούσε στην πραγματι-
Μάλλον αποδέχτηκε την ανάγκη να κότητα.
δουλεύει μακριά από το χωριό και Δεν μίλησε ποτέ για τις νυχτερινές
τους αγαπημένους της. Κατάλαβε αποδράσεις της. Δούλευε. Μόνο
70 πως πολλοί μιλάνε για αγάπη, μα δούλευε.
ελάχιστοι ξέρουν τι είναι.
Σταμάτησε να κλαίει μπροστά σε άλ- Εκείνη την χρονιά η πίκρα είχε φου-
λους. Σταμάτησε να μιλάει πολύ. ντώσει μέσα της. Θα ξεχειλίσει σκε-
Έκανε την δουλειά της σιωπηλά, φτόταν. Θα πλημμυρήσει την κάμα-
αγόγγυστα και περίμενε το βράδυ, ρα. Θα με πνίξει…
την ώρα που πήγαινε στην μικρή - Ποια ήταν τα πιο ωραία σου Χρι-
της κάμαρα. Εκεί άφηνε τον εαυτό στούγεννα; την ρώτησε εκείνο το
της ελεύθερο. Η σκέψη έτρεχε στη μεσημέρι η μικρότερη κόρη της κυ-
μάνα της, στα παιδιά της γειτονιάς, ρίας.
στα κάλαντα που έλεγαν αξημέρωτα Την κοίταξε λίγο κι αναρωτήθηκε τι
τρέμοντας απ’ το κρύο. καταλάβαινε από Χριστούγεννα αυτή
Το χαμηλό δίχωρο σπίτι τους, η μι- η ακατάδεχτη κοπελίτσα…
κρή αυλή με το πεύκο της φαινόταν Κι έπειτα άρχισε να μιλάει με πάθος
παράδεισος. Έβλεπε τον εαυτό της για ’κείνη την χρονιά που έμαθαν
να τρέχει ελεύθερη προς το ποτάμι στο χωριό για το Χριστουγεννιάτικο
ή την αλάνα. δέντρο. Δεν διηγιόταν. Ήταν εκεί. Με
Μύριζε το χώμα και το θυμάρι. τη μάνα και τον πατέρα που ζούσε
Άκουγε γνωστές αγαπημένες φω- ακόμα. Εκείνη και οι αδελφές της