Page 63 - mag_25
P. 63

της Κατερίνας Επιτροπάκη








                                                   σμένης τραγωδίας, από αυτές που συμβαίνουν καθημερι-
                                                   νά γύρω  μας και σε τέτοια συχνότητα, που μάλλον δεν δί-
                                                   νουμε σημασία. Μια γυναίκα, -γύρω στα πενηνταπέντε την
                                                   κόβω- σε μια μικρή επαρχία. Ένας σύζυγος να συμπληρώνει
               θηκα ότι μάλλον κατέβαλε            τη ζωή της ολοκληρωτικά.  Μια ζωή κοινότυπη, συνηθισμένη
               αρκετή προσπάθεια να πα-            για οποιονδήποτε, πολύτιμη ωστόσο για την ίδια. Μια ζωή
               ρακολουθεί.                         που την έκανε να νοιώθει ευτυχισμένη, να νοιώθει καλά. Η
               Αυτό όμως που μου έκανε             εγκατάλειψη. Το γκρέμισμα όλων αυτών των μικρών εμείς
               τη  μεγαλύτερη  εντύπωση,           που συνόδευαν την κάθε μικρή και μεγάλη δραστηριότητα.
               ήταν όταν έπαιρνε κι εκείνη         Το γκρέμισμα τελικά όλης της ζωής της; Και τώρα; Πρέπει
               το λόγο. Πέταγε αραιά κά-           να ξαναπιάσει ένα νήμα από την αρχή, αλλά πώς; Δεν ήξε-
               ποια φράση, ανάμεσα στις            ρε άλλο τρόπο μέχρι τώρα από αυτό το εμείς. Περίγυρος
               μακρηγορίες των υπολοί-             συγγενών και φίλων να προσπαθεί να της σταθεί, να την
               πων, προσπαθώντας να πει            κάνει να νοιώσει μέρος ενός συνόλου, κομμάτι μιας συλ-
               κάτι κι αυτή. Χρησιμοποι-           λογικότητας που δεν είναι βέβαια εκείνη η δυαδική πάνω
               ούσε πάντα χρόνο Παρα-              στην οποία είχε χτίσει τη ζωή της. Εκείνη έχει μείνει πίσω.
               τατικό. «Κι εμείς πηγαίναμε         Συνυφασμένη με όλο της το παρελθόν. Όλο της το χθες, στη
               παλιά συχνά στη Λάρισα»,            συνέχειά του προς τα πίσω. Ένα χθες με διάρκεια. Όπως ο
               «Αγοράζαμε λάδι από τον             Παρατατικός.
               Γιώργο», «Μαζεύαμε τα χει-          Την συμπόνεσα πολύ αυτή τη γυναίκα. Σκέφτηκα στο πρό-
               μωνιάτικα χαλιά των Βαΐ-            σωπό της πολλές γυναίκες σαν κι αυτήν. Προσπάθησα φευ-                       63
               ων», «Τρώγαμε σουβλάκια             γαλέα να φέρω στη μνήμη μου τέτοιες φιγούρες που έχω
               στην πλατεία, στης Άσπας»,          συναντήσει. Στην ευρύτερη οικογένειά μου, στον κοινωνικό
               «Πηγαίναμε στη γιορτή του           περίγυρο των γονιών μου, στη γειτονιά που μεγάλωσα, στη
               Γιώργη του Κόντακα κάθε             γειτονιά που ζω, στην πολυκατοικία μου, στην εταιρεία που
               χρόνο, τη Δευτέρα του Πά-           δουλεύει ο μπαμπάς μου, παντού. Φιγούρες που δεν είναι
               σχα»...                             φανταχτερές, που μάλλον αφήνουν τους περισσότερους
               Σκόρπιοι Παρατατικοί χρό-           από μας αδιάφορους. Ιδιαίτερα για ανθρώπους στην ηλικία
               νοι, ανάμεσα στις αναφο-            μου, φαντάζουν πολύ ξένες, πολύ μακρινές από τις προοπτι-
               ρές που έκαναν οι άλλοι.            κές  και τα ενδεχόμενα της δικής μας ζωής.
               Και πάντα στο πρώτο πλη-            «Άντε να βλέπω τσουγκρίσματα. Σας έβαλα τώρα από το
               θυντικό. Εμείς. Για πράγμα-         δικό μου το κρασί, που είναι το καλύτερο όλων, όχι σαν τα
               τα που αφορούσαν  απλές             ξίδια του ξάδερφου που πίνατε, χαχαχα!»
               συνήθειες, απλών ανθρώ-             Ο επιτακτικός βρόντος της φωνής του θείου –πώς τον είπα-
               πων. Για πράγματα που               με; – με έβγαλε από τη νιρβάνα των σκέψεών μου απότομα.
               αφορούσαν λεπτομέρειες              Όπως συνήλθα φευγαλέα, σαν να επέστρεψα από κάπου
               μιας συνηθισμένης ζωής.             αλλού, διαπίστωσα πως όλα τα ποτήρια ήταν υψωμένα και
               «Ξέρω κι εγώ μωρέ. Την              όλα τα μάτια κοιτούσαν  ξανά προς το μέρος που καθόμα-
               άφησε ο άντρας της, ξε-             σταν ο Αργύρης κι εγώ. Κατάλαβα ότι περίμεναν από μας
               μυαλίστηκε με μια μπαρό-            κάτι σαν πρόποση:
               βια στον Πλαταμώνα, έφυ-            Σήκωσα το ποτήρι μου, ενώ με κάποια επισημότητα για την
               γε, κάτι τέτοιο»,   μου είχε        περίσταση, σηκώθηκα (για πρώτη φορά από την ώρα που
               πει νωρίτερα, κάπως αδιά-           κάθισα) και από την καρέκλα μου:
               φορα, ο Αργύρης.                    «Τα καλύτερα σε χρόνο Μέλλοντα»! είπα δυνατά, ενώ προ-
               Μπροστά  μου  ξετυλιγόταν           σπαθούσα να κοιτάξω κατάματα τη θεία Σμαρώ, περιμένο-
               το σκηνικό μιας συνηθι-             ντας με λαχτάρα κάποια αντίδρασή της στην ευχή μου.
   58   59   60   61   62   63   64   65   66   67   68