Page 75 - mag_37
P. 75
του Γιώργου Λίλλη
της φάλαινας, το κρανίο της τελείωσης ενός κόσμου Ζούμε και πεθαίναμε μέσα
του Γιόρικ προδίδει με και στην αρχή ενός άλλου. στη δίνη του, το πριν και
ειρωνεία τη μικρότητα «’Ήμασταν μόνοι – μόνοι το μετά δεν μας ανήκει,
της ζωής, ξεσκεπάζει με τη φάλαινα, με εκείνη είναι μια υπερφυσική
με τόλμη το ψέμα της την ανεξιχνίαστη μάζα παρένθεση, όπως ένα
υπέρβασής μας. «Τι έκανες από ζελατίνη όπου το κενό ουράνιο τόξο που όσο
τις ειρωνείες, το χορό, έπαιρνε χρώματα τόσο το πλησιάζεις τόσο αυτό
τα τραγούδια σου; / Τι τρυφερά, και με κοινή απομακρύνεται.
γίνανε οι κεραυνοί της συμφωνία, χωρίς καμιά Όταν εκείνο το απόγευμα
χαράς που τους έριχνες λέξη, ενστερνιστήκαμε την επέστρεφε στο σπίτι, ο
και γέλαγε ο κόσμος όλος; υπόθεσή της. Πιέρ, διαπίστωνε πως ο
/ Δεν μπορείς, αυτό το Αυτή η ήττα, αυτό το κόσμος συνέχιζε να υπάρχει
αδρύ κόκαλο που είναι σιωπηλό σβήσιμο, όλα δίχως να σκοτίζεται για
πια το μάγουλο σου,/ ξαναγίνονταν παρουσία». τις δικές του αμφιβολίες.
δεν μπορείς λίγο να το Δεν ξέρω αν έχουμε Για ποιο λόγο άλλωστε;
λυγίσεις, για να φανεί ότι παγιδευτεί στα επινοημένα «Έ, λοιπόν, αν ο καθένας
και συ γελάς έτσι όπως σχήματα, αλλά και ο από εμάς προσπαθούσε
έγινες; / Έτσι όπως είσαι χρόνος, ο προσωπικός να γίνει αυτό το πλάσμα;... 75
τώρα; Έτσι;»/. μας χρόνος, είναι μια Αυτό τουλάχιστον είναι
Σ΄ αυτό το γυμνό φυσικό χαρακιά. «Αυτή η φάλαινα στο χέρι μας...
χώρο, κρίνονται τα όρια μας φαινόταν πως ήταν η Είναι αλήθεια πως είμαστε
των πράξεων μας. τελευταία. Όπως και κάθε πολύ μικροί, Πιέρ, πολύ
Ο Πιέρ περιτριγυρίζει τη άνθρωπος που σβήνει αδύναμοι, ωστόσο όσο
φάλαινα, η φιλενάδα του, μας φαίνεται πως είναι ο μικροί, όσο ανήμποροι
η Οντίλ, σκεπάζει τη μύτη τελευταίος. κι αν είμαστε, αυτό το
μ΄ ένα μαντίλι, λόγω της Η θέα της, μας εκτόξευε μπορούμε...».
δυσωδίας, ερχόμενοι έξω από το χρόνο, έξω
αντιμέτωποι με το χαμένο απ΄ αυτή την παράλογη
μεγαλείο του θαλάσσιου γη πού μέσα στον πάταγο
τέρατος. των εκρήξεων έμοιαζε να
Λίγες μέρες νωρίτερα αν οδεύει ολοταχώς προς την
ερχόταν κατάφατσα με το τελευταία της περιπέτεια.
ίδιο θηλαστικό στα νερά Νομίζαμε πως αυτό που
του Ατλαντικού θα ένιωθε βλέπαμε ήταν απλώς ένα
τόσο τρωτός απέναντί της, κήτος μισοχωμένο
τόσο απροστάτευτος. Ενώ στην άμμο:
τώρα, το σαρκίο της ήδη ωστόσο αυτό
κατασπαράζεται από τα που ατενίζαμε ήταν
σκουλήκια. Στο μεταίχμιο ένας νεκρός πλανήτης».