Page 56 - mag_62
P. 56
ΧεΙμωΝΙΑΤΙΚεσ ΙσΤορΙεσ
σύρτη, την έσπρωξε με μια κλωτσιά, της, ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο κι
προσπέρασε τα λουλούδια και χτυπησε αφέθηκε.
την ξύλινη πόρτα - Θα μου κάνεις φοινίκια, ρώτησε.
- Μάνααα... - Απ’ όλα θα σου κάνω.
Δεν θυμάται πως βρέθηκε μέσα. Δεν Αναστέναξε σιγανα, κι άφησε την ευερ-
θυμάται αν η μάνα τάχασε, που την γετική ζέστη να μπεί μέσα σε κάθε της
είδε, ούτε τις κουβέντες που ανταλλά- κύτταρο.
ξανε ‘κείνη την ώρα. Χώθηκε στο κρεβάτι, που έστρωσε η
Θυμάται μόνο, πως παράτησε τη βαλί- μάνα, δίπλα στο τζάκι και κοιμήθηκε
τσα, πήρε ένα αμυγδαλωτό από τη φο- βαθειά, μετά από πολύ καιρό.
ντανιέρα κι έκατσε δίπλα στο τζάκι.
Θυμάται πως η μάνα, της έφερε τσάι
του βουνού να ζεσταθούν τα μέσα της.
Θυμάται πως είδε ένα μικρό δεντράκι
στη γωνία στολισμένο με τις κουκου-
56 νάρες, πούχε βάψει χρυσές η ίδια, όταν
ήταν στο δημοτικό.
- Έχεις φυλάξει τις κουκουνάρες; ρώ- Την ξύπνησε η μυρωδιά του γλυκού
τησε. που ερχόταν απ' την κουζίνα. Κι έπειτα
- Όλα τάχω φυλάξει... είπε η μάνα. εκείνο το σκεβρωμένο χέρι, που άγγιξε
- Γιατί, δε μούπες πως θάρθεις... τον ώμο της...
Να σου ετοίμαζα τα γλυκά που σ’αρέ- - Κοιμήθηκες καλά κόρη μου; Είχα
σουν; τη ρώτησε. έγνοια μήπως κρύωνες...
Ανασηκώθηκε και χαμογέλασε πλατειά.
Γύρισε και κοίταξε τη γυναίκα με τα Έσπρωξε πίσω τα ανακατεμένα της μαλ-
λευκά μαλλιά και τα σκεβρωμένα δά- λιά.
χτυλα. Κοίταξε τα ξεθωριασμένα μάτια Κοίταξε γύρω, τα κιλίμια και το στρω-
της μάνας της, κι είδε πως η θαμπάδα μένο τραπέζι. Ρούφηξε τη μυρωδιά του
δεν έκρυβε το φως που τάχε πλημμυ- γλυκού. Είδε την κούπα με το αχνιστό
ρίσει. τσάι και τ’αμυγδαλωτά που 'ταν ακου-
μπισμένα δίπλα της.
Τα δικά μου μάτια πως νάναι... αναρω- Αγάπη... σκέφτηκε.
τήθηκε. Χάιδεψε τρυφερά τα μάγουλα της μά-
Και χωρίς να σκεφτεί και πολύ, αγκά- νας της. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
λιασε τη γυναίκα που σκεκόταν πλάι - Καλά Χριστούγεννα μάνα... ψιθύρισε.