Page 55 - mag_62
P. 55

της Δήμητρας Ξενάκη











               Τακτοποίησε τα χαρτιά, εβαλε ένα ντο-                 Γέλασε.
               σιέ στο συρτάρι, κλείδωσε και σηκώ-                   Ποια αγάπη; Αυτή που ο Σπύρος της

               θηκε να πάρει το παλτό της.                           έδωσε με το σταγονόμετρο, για νάναι
               Κάτι την έσπρωχνε να φύγει όσο πιο                    «σωστός», στην κοινωνία και στη γυ-

               γρήγορα μπορούσε                                      ναίκα που στεφανώθηκε κάποτε;

               Ακουγε από το πρωί, συζητήσεις για                    Ποια αγάπη; Αυτή που εδωσε απλόχε-
               χριστουγεννιάτικα δώρα, για  συνταγές                 ρα για να την πάρει πίσω με τον υπότιτ-
               και τραπεζώματα. Ακουγε και δε μίλα-                  λο «είμαι παντρεμένος και τόξερες..»

               γε.                                                   Ποια αγάπη; Αυτή, που έβγαζαν οι τυ-

               Από τη μιά ένα φως τρεμόσβηνε μέσα                    πικές καλημέρες του γραφείου;
               της, σαν αδύναμη φλόγα,  που πάλευε                   Τίναξε απότομα το κεφάλι προς τα
               να φωτίσει παλιές εικόνες χαράς κι από                πάνω, σα να 'θελε να διώξει καθε σκέ-

               την άλλη ένας παγωμένος φράχτης, της                  ψη, απ' το μυαλό της, κι έτρεξε να προ-
               έφραζε καθε άνοιγμα σε φώτα γιορτινά.                 λάβει το τραμ.

               Αλλωστε, γιατί να αλλάξει κάτι  στην                  Έφτασε στο μικρό της σπίτι παγωμένη.
               καθημερινότητά της; Επειδή το ημερο-                  Παγωμένη μέσα κι έξω - σκέφτηκε.                           55

               λόγιο εδειχνε είκοσι του Δεκέμβρη;                    Άναψε τη σόμπα και καθησε πλάι. Μα-

               Ή μήπως επειδή οι δρόμοι γέμισαν λα-                  κάρι να μπορούσε να ξεσπάσει σ' ένα
               μπιόνια και οι βιτρίνες στολίστηκαν με                λυτρωτικό κλάμα...
               χρυσές κορδέλλες;                                     Και ξαφνικά, μια μυρωδιά από γλυκό,

               «Είναι η γιορτή της αγάπης» έλεγε -κά-                που ψηνόταν τη χτύπησε στη μύτη.

               ποτε- η δασκάλα στο σχολείο. «Γεννή-                  Η μυρωδιά μεγάλωνε, την τύλιγε και
               θηκε ο Χριστός να μας μάθει ν' αγαπάμε                την καλούσε.
               ο ένας τον άλλον».                                    Σηκώθηκε απότομα. Έφτιαξε μια μικρή

               Χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε την έν-                     βαλίτσα, ξαναφόρεσε το παλτό, έστρω-

               ρινη φωνή της κυρίας Τούλας, να                       σε όπως - όπως τα μαλλιά της και βγή-
               προσπαθεί να σκορπίσει ζεστασιά στα                   κε.
               παγωμένα κορμάκια των μαθητών. Θυ-                    Έφτασε στο σταθμό λαχανιασμένη. Ίσα

               μήθηκε, που τους έβαζε στη σειρά και                  που πρόλαβε το τελευταίο λεωφορείο.

               τους μάθαινε να τραγουδανε την Άγια                   Κάθησε, έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε
               Νύχτα.                                                στη μυρωδιά που την είχε ποτίσει.
               Έσφιξε το παλτό της και τάχυνε το βήμα                Έφτασε βράδυ στο χωριό. Δε σταμάτη-

               Θάθελε να βρει αυτη τη μαγεία των                     σε να χαιρετήσει κανέναν. Έτρεχε σαν


               Χριστουγέννων και να γιορτάσει την                    κυνηγημένο στοιχειό μέσ' τη νύχτα
               αγάπη.                                                Έφτασε στη καγκελόπορτα, τράβηξε το
   50   51   52   53   54   55   56   57   58   59   60