Page 65 - mag_65
P. 65
της Δήμητρας Ξενάκη
ένα μικρό καράβι. Τα έδεσα με σπάγγο, Στολίσαμε τη μια λαμπάδα με το ξύλινο
κάνοντας κόμπους όπως με είχες μαθει καραβάκι και στην άλλη κολλήσαμε τα
τότε. κοχύλια.
Έφτιαξα κι ένα κολλιέ με τα κοχύλια. - Πάρτε της, είπα. Είναι το δώρο μου
Τα πέρασα σε μια πετονια, όπως έκανα για το Πάσχα.
μικρή. - Με κοιτούσε και τα τεράστια μαύρα
Ένα πρωινό, η Γιωργίτσα μου 'φερε τον της μάτια τραγουδούσαν. Είχα μπροστά
καφέ με μάτια κόκκινα από το κλάμα. μου τη μικρή θεά της χαράς!
Προσπαθούσε να κρυφτεί, πάλευε να - Και τις δυο; Με ρώτησε. Να πάρω και
χαμογελάσει. τις δύο;
- Τι έχεις; τη ρώτησα ξαφνιασμένη. Εί- - Βεβαια, είπα. Κράτα μία για σένα και
σαι τόσο όμορφη όταν γελάς. Πες μου δώσε την άλλη σε κάποιον που αγαπάς.
τι έχεις; Πήρε τις λαμπάδες προσεκτικά, τις
Παράτησε το δίσκο με τον καφέ, έχωσε κοίταξε για λιγο σοβαρή κι ακίνητη κι 65
το μουτράκι της στις παλάμες και ξέ- έπειτα, μου χάρισε αυτή με τα κοχύλια.
σπασε σε λυγμούς. - Θα πάμε μαζί στην Ανάσταση, είπε.
- Η γιαγιά, δεν έχει καιρό για κόκκινη
λαμπάδα. Θα μου πάρει στην εκκλησιά
ένα κερί, λέει. Αυτό θέλει ο Θεός. Ένα
κερί και νάμαι καλό παιδί.
Της σκούπισα τα μάτια, την έπιασα απ'
το χέρι και βγήκαμε μαζί στο δρόμο.
Ήταν ξυπόλυτη, μ’ ένα παλιό φουστάνι
που κρεμόταν σαν ξένο πάνω της, κι
εγώ φορούσα ένα μακρύ γαλάζιο κα-
φτάνι και τα σανδάλια μου.
Στο μαγαζάκι αγοράσαμε δυό κόκκινες
απλές λαμπάδες και σοκολάτες.
Με κοιτούσε περίεργη.
- Την πήρα στο δωμάτιο. Καθήσαμε
μαζί στο πάτωμα.