Page 64 - mag_65
P. 64

μΙΚΡεΣ ΙΣΤΟΡΙεΣ











               Έφτασα  απόγευμα  στο  νησί.  Την  ώρα                δυο- τρία για το καλό.

               που ο ουρανός γινόταν ροζ κι αποχαι-                  - Ναι, είπα. Ναι, θάρθω.
               ρετούσε τη μέρα για να αφεθεί στ’ χρώ-                Σου ξέφυγα.

               ματα της νύχτας. Το δωμάτιό μου είναι                 Το νησί μ’ αγκάλιασε από την πρώτη

               μικρό, αλλά έχει όλα όσα χρειάζομαι.                  στιγμή, κι εγώ αφέθηκα στα χέρια του.

               Στο τραπεζάκι εβάλα παπαρούνες, κί-                   Κοιμήθηκα με τον ήχο της θάλασσας.

               τρινες μαργαρίτες και πράσινα κλαδιά                  Ξύπνησα νωρίς  και βγήκα στο μπαλ-
               που μοσχοβολάνε. Τάκοψα καθώς ερ-                     κόνι. Έγινα γαλάζια σαν τα νερά, και

               χόμουν απ’ το λιμάνι.                                 στριφογυρίζω μαζί τους.

               - Να σου φέρω ένα βάζο κόρη μου,                      Έγινα αρμύρα και φως. Περπατάω ξυ-

               είπε η κυρά Τούλα, καθώς με πήγαινε                   πόλυτη στα βραχια και στην άμμο.
               στο δωμάτιο.                                          Φτιάχνω κουλουράκια με άρωμα βανί-

               Μετά άνοιξε τη μπλε ξύλινη πόρτα του                  λιας κι ακούω  τη μικρή Γιωργίτσα,  να

               μπαλκονιού, τράβηξε την άσπρη κεντη-                  μου λέει  περήφανη, πως η γιαγιά θα
   64
               τή κουρτίνα και μου 'δειξε τη θάλασσα.                της πάρει κόκκινη λαμπάδα.

               - Σ’ αρέσει; ρώτησε. Την κοίταξα στα                  Ο κήπος του σπιτιού έχει μια μεγάλη

               μάτια και ψιθύρισα ένα απλό ευχαρι-                   πασχαλιά,  που  μοσχοβολάει.  Ρίζωσε
               στώ.                                                  μέσα μου και με μεθάει.

               Συνέχισε να μου δείχνει που να βάλω                   Βρήκα μια γωνιά στη θάλασσα που

               τη βαλίτσα και τα πράγματά μου, διόρ-                 ήταν φτιαγμένη για μένα. Κάθομαι εκεί

               θωσε το σεμέν στο κομοδίνο κι εγώ την                 πολλές ώρες. Διαβάζω, χαζεύω, μα-

               κοιτούσα αμίλητη, ρουφώντας κάθε                      ζεύω ξυλαράκια, βότσαλα και κοχύλια.
               αγνή φιλόξενη συλλαβή της.                            Όλα μυρίζουν γιορτινά, κι εγώ αφήνο-

               Πίσω της στεκόταν ένα κοριτσάκι, με-                  μαι στη μαγεία μιας γιορτής που δεν

               γάλα υγρά μάτια, σγουρά μαλλιά πια-                   προετοίμασα. Θέλω να προσευχηθώ.

               σμένα πρόχειρα μ’ ένα λαστιχάκι, κι                   Να βρω λόγια που ν’ άξιζουν σ’ αυτό
               ένα αμήχανο χαμόγελο.                                 το θεό της απλής γαλήνης, που με δέ-

               - Η Γιωργίτσα, είπε η κύρα-Τούλα, η                   χεται χωρις καλό φουστάνι, έτσι γυμνή

               εγγόνα μου. Είναι καλό κορίτσι, με βο-                χαϊδεύοντας όλα όσα κουβαλάω μέσα

               ηθάει, αύριο θα φτιάξουμε κουλούρια                   μου.

               μαζί. Αν θέλεις, έλα κι εσύ να πλάσεις                Ένωσα τα ξύλα, που μάζεψα κι έφτιαξα
   59   60   61   62   63   64   65   66   67   68   69