Page 69 - mag_68
P. 69
Το διάβασμα είναι όπως η τροφή και το νερό.
Το πνεύμα που δεν διαβάζει χάνει βάρος, όπως ένα σώμα που δεν τρώει.
Βίκτωρ Ουγκώ
ΛιΒιαΧΟΒΟ ΛΕΝΕ ΤΟ ΜΟιΡΟΛΟΓι
Μετά την πτώση της Μουργκάνας Νοέμβριος 1948
Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα
ΣΤΕΦαΝια ι. ΣΟύΛΗ
αΝΕΜΟΣ ΕΚδΟΤιΚΗ
«αφήστε τον άντρα μου... αφήστε τον Στέφο μου... Σας ικε-
τεύω... Λυπηθείτε με... Λυπηθείτε το μωρό μας... αφήστε
τον... Σας παρακαλώ... Τι θ’ απογίνω εγώ... Τι θα κάμω χωρίς
τον Στέφο μου... Μη μου τον πάρετε... Τον άντρα μου...»
Κάθε βήμα και μια ικεσία.
Είχαν φτάσει κοντά στη βρύση και βγήκε απ’ τη φάλαγγα ο
θερμόαιμος υπασπιστής, ο Ηπειρώτης, ο κοντός και γερο-
δεμένος άντρας με τις πλάτες χιλιόμετρο και την περίεργη
κορμοστασιά, κι άρχισε να κατηφορίζει προς το μέρος της. Δεκάδες καρδιές πάγωσαν
μεμιάς. Δεκάδες ανάσες κρατήθηκαν κι άλλα τόσα μάτια περίμεναν τι θα κάνει αυτός ο
αιμοβόρος υπάνθρωπος.
Την πλησίασε και με τον υποκόπανο του όπλου του τη χτύπησε με δύναμη στην κοιλιά
της. Έπεσε απ’ τα χέρια του η ρήνα στο χώμα και σώπασε τελείως.
Μια γυναίκα και το αγέννητο μωρό στα σπλάχνα της. 69
Οι δύο πρώτοι σκοτωμένοι.
ιΤΣ
από το Λιβιάχοβο στην Ντουσκάρα
Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα
ΣΤΕΦαΝια ι. ΣΟύΛΗ
αΝΕΜΟΣ ΕΚδΟΤιΚΗ
«Κείθε όπου σταθείς κρένεις είμαι ο Μάρκος Σουλής, και
ρωτάς και τα στόματα παραμένουν ερμητικά και τα βλέμ-
ματα γέρνουν σκοτεινιασμένα. Όλους τους βλέπεις συνερ-
γούς, νιώθεις το ίδιο φοβούνται, πως μπορεί να το έκαμε
κι αυτός που έριξε το βλέμμα στο χώμα, και μπορεί να το
έκαμε και κείνος που αγκομάχησε μπρος σου, κι ίσως και ο
άλλος που του έτρεμε το χέρι, συλλογιέσαι κι απορείς που
υπάρχουν ακόμα αντάρτες και δεν είναι φιγούρες βγαλμένες από παραμύθια με δράκους
και ξωτικά…» Πολλοί οι ένοχοι... θα τιμωρηθεί κανείς;
Κι εάν όλα αυτά έχουν ένα νόημα σήμερα, σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά, είναι που συ-
μπληρώθηκε το παζλ κομματάκι κομματάκι κι έπεσε άπλετο φως πάνω στα γεγονότα και
στα πρόσωπα που ενεπλάκησαν άμεσα ή έμμεσα στην τραγωδία αυτή. Εάν ήσουν ανα-
γκεμένος, αγράμματος, μ’ ένα τσούρμο παιδιά στην ορεινή Ήπειρο το 1950, σίγουρα θα
έχανες τον δρόμο σου σαν έπεφτε πυκνή αντάρα κι αξεδιάλυτο σκοτάδι στο κακοτράχαλο
μονοπάτι που σου έμελλε να διαβείς. Πιο εύκολο ήταν να σηκώσεις το χέρι και ν’ αγγίξεις
τον χαμηλωμένο ουρανό παρά να φτάσεις στον προορισμό σου…