Page 72 - magazine_85
P. 72
ΓΡΑφοΝΤΑΣ μΙΑ ΙΣΤοΡΙΑ
Τα επετειακά
τριήμερα της ζωής
μας
Όσο πλησίαζε τ’ Αη Δημητριού οι βοσκοί ναν όπως κάθε χρόνο, έλεγαν, μιας και
κατέβαζαν στα χειμαδιά τα κοπάδια τους, σκοτείνιαζε νωρίς και τα νυχτέρια δρα-
που σεργιάνιζαν τα βουνά από την άνοιξη, σκέλιζαν τα μεσάνυχτα κι έσβηναν τις μι-
72 μετά τη γιορτή του Αη Γιώργη. Ο χειμώνας κρές ώρες μαζί με το τζάκι.
ερχόταν κι έπρεπε, πριν τις πρώτες βρο- Την παραμονή της γιορτής του Αγίου οι
χές, να σοδιαστούν τα γεννήματα για τους νοικοκυρές έψηναν στον ξυλόφουρνο
ανθρώπους, να στοιβαχτεί το σανό για τα τα αμυγδαλωτά και τις πίτες. Οι δουλειές
ζωντανά και να προετοιμαστούν τα χωρά- της τελευταίας στιγμής σταματούσαν με
φια για την καινούργια σπορά. Στη συνέ- την καμπάνα του εσπερινού. Συνήθως,
χεια, οι γεωργοί θα καταπιάνονταν με το ανήμερα της γιορτής χάλαγε ο καιρός.
μάζεμα της ελιάς, για να εξασφαλίσουν το Η βροχή ήτανε σίγουρη, μερικές φορές
λάδι της χρονιάς, καθώς και με το άλεσμα όμως ο ουρανός γαλάκτωνε και έριχνε κι
των σιτηρών. Τέλος, έπρεπε να κρεμά- από κανένα πρώιμο χιονάκι. Ευτυχώς τα
σουν τις οπώρες στα μαδέρια της σκε- καλά στρωσίδια ήταν ακόμα καλυμμένα
πής για να φτάσουν μέχρι τον καινούργιο με τις κουρελούδες, για να γλυτώσουνε
χρόνο –μερικές φορές και μέχρι το τέλος λίγη λασπουριά μέχρι το απόγευμα που
της άνοιξης– και ύστερα να απλώσουν τα θ’ άρχιζαν οι επισκέψεις, όπως έλεγε η
νωπά καρύδια του βαμβακιού μπροστά μάνα όσο έριχνε νερό στις γαλότσες μας
στο τζάκι μπας και ανοίξουν οι καντήλες, να φύγει η κοκκινιά, που σκάλωνε στην
που είχαν ποτιστεί από τις πρώτες βροχές τρακτερωτή σόλα. Συνηθίζαμε, βλέπεις,
πριν προλάβουν να σκάσουν στα βαμβα- να πλατσουρίζουμε με όλη μας τη δύνα-
κοχώραφα. Έπρεπε το βαμβάκι να στε- μη στις λακκούβες του χωματόδρομου,
γνώσει πριν τις γιορτές για να στρωθεί το προσπαθώντας να στείλουμε το νερό όσο
σπίτι με τα χειμωνιάτικα. Θα τα κατάφερ- μακρύτερα μπορούσαμε. Και κάθε φορά,