Page 67 - magazine_85
P. 67

της Δήμητρας Ξενάκη











               κόσμο όμορφο να μου δείξει. Χάθηκα                    Αγκάλιασα το θολό τοπίο. Του μίλαγα
               μέσα της και το μόνο μαγικό, ήταν τα                  μα δεν αποκρινόταν πιά. Αυτό είναι η

               φώτα από τα παράθυρα των σπιτιών,                     ομίχλη ...είπα. Ένα κάλυμμα, μέσα κι
               που έφταναν σε μένα,  σαν δρόμοι άλ-                  έξω από το σώμα μου. Μέσα κι εξω

               λου κόσμου. Με τύλιξε, μα μου 'κοψε                   απ’ το μυαλό μου.
               την απεραντοσύνη στο βλέμμα.                          Πως να την αγκαλιάσω; Φεύγει. Είναι

               - Ως  εδώ θα βλέπεις, είπε.                           άυλη...
               Άπλωσα ικετευτικά τα χέρια.                           Πως να την διώξω; Είναι απέραντη,

               - Κάπου να πιαστώ,  της είπα. Τώρα                    ένα σύμπαν.
               έμεινα μόνη. Εκείνος έφυγε.                           Μάζεψα τα γόνατα κοντά στο στέρνο,

               Δεν απάντησε.                                         τα  αγκάλιασα,  έσκυψα  το  κεφάλι  κι
               Προχώρησα αργά. Λαχταρούσα ν'                         άφησα τα δάκρυά μου να κυλάνε ανε-

               ακούσω ήχο βημάτων. Να διακρίνω                       νόχλητα... μήπως βγαίνοντας παρασύ-
               γνώριμες  εικόνες.                                    ρουν έξω και την ομίχλη,  που χώθηκε

               ...Κι όλα γύρω μου εμφανίζονταν, αργά                 μέσα μου.
               και βασανιστικά.                                      -  Δεν  υπάρχει  μαγική  ομίχλη,  μικρή                    67

               Κοιτούσα αβέβαιη κι ανακάλυπτα,                       μου φίλη.

               πως τα χθεσινά, γνωστά παγκάκια έλε-                  Υπάρχουμε μόνο εμείς, να κουβαλάμε
               γαν άλλες ιστορίες. Οι πόρτες είχαν τα                μόνοι φορτία κι όνειρα, να ψάχνουμε
               ίδια  χερούλια, αλλά  άνοιγαν για να σε               γωνιές ν’απαγγιάσουμε και χέρια να

               πάνε σ άγνωστα, μυστικά  δωμάτια.                     μπλεχτούν με τα δικά μας.

               Το καφενείο φώτιζε αχνά, το δρόμο,                    Η  ομίχλη,  θα  εναλλάσσεται  πάντα  με
               όμως οι άνθρωποι μέσα, ήταν αλλιώ-                    φως,  τα  παιδιά  θα  φωνάζουν  παίζο-
               τικοι.                                                ντας, τα χείλια μας θα σφίγγονται  ή θα

               Προσπάθησα να ονειρευτώ κι εγώ. Να                    γελάνε. Όσο εκείνος ήταν μαζί μου, η

               γίνω κομμάτι της ομίχλης. Να της πα-                  ομίχλη έδειχνε να χαίρεται με την ευ-
               ραδώσω και τα δικά μου όνειρα ...και                  τυχία μου. Μπορεί όμως να ζήλευε και
               τους καημούς μου. Μπορεί και να τα                    να τον πήρε δικό της.

               πήρε. Δεν ξέρω.  Μέσα μου έτρεχε ένα                  - Και λέω, όταν σηκώνεται η ομίχλη,  ν’

               παγωμένο υγρό, ήμουν μονάχη στη                       ανεβαίνουμε στο βουνό. Εκεί, ο  ουρα-
               χώρα των θαυμάτων.                                    νός  είναι  πιο κοντινός.
               Η ομίχλη με σκέπαζε. Την ένοιωθα να                   - Και λέω ακόμα, να συνεχίσουμε

               εισχωρεί σε καθε πόρο του κορμιού                     εκείνο το παιδικό μας  παιχνίδι με τα

               μου. Κάθησα αποκαμωμένη στο πεζο-                     σύννεφα. Είναι πιο όμορφο από το παι-
               δρόμιο.                                               χνίδι της ομίχλης....
   62   63   64   65   66   67   68   69   70   71   72