Page 73 - magazine_85
P. 73

της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου














               που τρώγαμε τις ξυλιές μας, δώστου και                φής στις λευκές κάλτσες τους, ένα ξήλωμα

               μας  έπιανε  εκείνο  το  νευρικό  γέλιο  της          στη φούντα του φεσιού τους ή ένα ξέφτι-
               αμηχανίας, που φέρνει η δίκαια τιμωρία.               σμα στα τσαρούχια τους, μια οποιαδήποτε

               Η επομένη της γιορτής ήταν αφιερωμέ-                  φθορά ή ατέλεια τέλος πάντων, μπας και

               νη στα συμμαζώματα του σπιτιού και στο                καταφέρω να ταυτίσω την ερημιά μου με
               φρεσκάρισμα της φουστανέλας και του                   την ακινησία τους. Περνώντας τα χρόνια

               σιγκουνιού για την παρέλαση της 28ης                  άντεχα όλο και λιγότερο αυτή την ταλαι-
               Οκτωβρίου. Τι δουλειά είχαν οι φουστα-                πωρία αλλά πάνω τους ψεγάδι δεν έβρι-

               νέλες  και  τα  σιγκούνια  με  τους  Γερμα-           σκα. Όταν πήρα το πτυχίο σταμάτησα να
               νούς και τους Ιταλούς η μάνα δεν ήξερε                πηγαίνω· κατάλαβα πως είχα μεγαλώσει

               να μας πει. Ήξερε όμως τονώνει την πε-                πια και έπρεπε να αποδεχθώ πως η μάνα
               ρηφάνια μας λέγοντας: «Για την τιμή της               μου είχε πεθάνει παραμονή της εθνικής
               σημαίας» και να κόβει τη συνέχεια της                 γιορτής –ότι είχαμε προλάβει να γιορτά-

               κουβέντας. Ήξερε επίσης πως η λυγερή                  σουμε τον πατέρα για τελευταία φορά.
               μέση μου δεν θ’ άντεχε τόσες ώρες τα τε-              Τώρα, που κάνω τον απολογισμό της ζωής                     73

               τρακόσια φύλλα της φουστανέλας γι’ αυτό               μου, αναρωτιέμαι  πόσες χειρονακτικές
               την έδενε πάνω της την τελευταία στιγμή.              εργασίες σκότωσε η μηχανή; Πόσες συ-

               Ύστερα, με έβαζε να σταθώ ακίνητος για                νήθειες και παραδόσεις ξεθώριασαν με
               να μου σιάξει το σελάχι σωστά ώστε να                 την εξέλιξη; πόσα θάψαμε στο βωμό της

               μην το κρύβει η φέρμελη ούτε να μαγκώ-                ένταξής μας σε αυτήν και πόσα ακόμα θα
               νει τη φουστανέλα με το βάδισμα και ωα                χαθούν με τη γενιά μου; Στο εξής έπρεπε
               την τσαλακώνει.                                       να μετράω τους Οκτώβρηδες για να μη με


                      Τα πρώτα χρόνια, που ήμουν φοι-                βρουν απροετοίμαστο. Κι όταν έρχονται
               τητής στην Αθήνα, κάθε Κυριακή πήγαινα                αυτές  οι  μέρες  και  σκέφτομαι  τα  παλιά
               στο Σύνταγμα και χάζευα τους τσολιάδες.               να θυμάμαι πως τ’ Αη Δημητριού πρώτα

               Στηνόμουν ακίνητος, με τις ώρες, όσο                  κατέβαιναν τα κοπάδια στα χειμαδιά και
               μπορούσα πιο κοντά τους και προσπα-                   ύστερα γίνονταν οι παρελάσεις της εθνι-

               θούσα ν’ ανακαλύψω έστω μία ζάρα στη                  κής επετείου της 28ης Οκτωβρίου.
               φουστανέλα τους, ένα στράβωμα της ρα-                 Κάποτε.



               Η Kατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1956 στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας. Σπούδασε Σκηνογρα-
               φία – Ενδυματολογία. Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Είναι τελειόφοιτη του μεταπτυχιακού τμήματος
               Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην κατεύθυνση της συγγραφής. Διη-
               γήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το πρώτο της βιβλίο «Η Μακρυγιαλού και
               άλλες ιστορίες» εκδόθηκε, τον Μάρτιο του 2017, από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου.
   68   69   70   71   72   73   74   75   76   77   78