Page 83 - mag_98
P. 83

της Δήμητρας Ξενάκη











               Απόγευμα. Η αχτίδα του ήλιου κατέλη-                         - Σ’  αγαπάω σαν φως, ήθελε να
               γε στον πευκώνα. Έμπαινε  μέσα στα                    του πει. Δεν είμαι αυτό το συμπαγές

               φύλλα και  μπλεκόταν με τα κλαδιά. Θα                 σώμα που βλέπεις. Μεταμορφώνομαι
               ‘λεγες πως σπάει για να φτιάξει διακλα-               σε ό,τι αγαπάω. Κάθε μου μορφή είναι

               δώσεις και νέους φωτεινούς δρόμους.                   αποτέλεσμα ευλυγισίας κι αγάπης.

               Δεν καταλάβαινε που τέλειωνε, ούτε                    Κάθισε  δίπλα  του.  Από  μπροστά  της
               αν τέλειωνε κάπου. Την φαντάστηκε να                  πέρναγαν εικόνες από αγάλματα, από
               μπαίνει στη γη, να περνάει από ρωγμές                 πορσελάνινες, ακίνητες κούκλες και

               κι ανοίγματα μέχρι να φτάσει εκεί που                 μαριονέτες. Οι μαριονέτες χόρευαν
               επιθυμεί.                                             ή χοροπηδούσαν, τα αγάλματα  και οι

               Σήκωσε το κεφάλι προς τον ήλιο, ψά-                   πολύτιμες κούκλες στεκόταν ακίνητα,
               χνοντας την πηγή της αχτίδας. Το φως                  άκαμπτα.
 Το ρέον σώμα  και της φάνηκε πως εκείνες οι πολλές                  «Λες να ζηλεύουν τα ταπεινά πολύσπα-
                                                                      «Λες να κλαίνε»,  σκέφτηκε;
               την τύφλωσε. Έκλεισε για λίγο τα μάτια


                                                                     στα που κινούνται ανάλαφρα; Μπορεί
               αχτίδες που ‘στελνε ο ήλιος έμπαιναν

                                                                     νούνται πάνω απ’ το κεφάλι τους, αλ-
                      - Το φως ρέει, σκέφτηκε. Η αχτί-
                 μέσα της.                                           να ζηλεύουν και τα σύννεφα που κι-                         83
               δες δεν έχουν αρχή και τέλος. Όμως                    λάζοντας σχήματα ενώ κυνηγούν τα

               υπάρχουν.  Και  ζουν  χωρίς  όρια  και                όνειρά τους»
               καλούπια. Μετακινούνται, προχωράνε.                          - Σου αρέσουν τα αγάλματα; τον

               Διακλαδώνονται, στρίβουν. Κυνηγούν                    ρώτησε ξαφνικά.
               ό,τι αγαπάνε.                                         Σήκωσε το κεφάλι απ’ το βιβλίο και την

               Ξανάνοιξε τα μάτια και άπλωσε το χέρι                 κοίταξε απορημένα. Έτσι ήταν, απρό-
               της. Το φως μπήκε στις μικρές γραμ-                   βλεπτη. Αναρωτήθηκε τι την απασχο-

               μές της παλάμης. Ένοιωθε τη ζεστασιά                  λούσε.
               που έφερνε το άγγιγμά του.                                   - Υπάρχουν αγάλματα που μ’ αρέ-

                      - Κι όταν κλείσω την παλάμη                    σουν, της είπε. Μόνο που είναι  σκληρή
               μου, το φως θα μπει στις φλέβες μου                   η υφή τους.

               ή θα γλιστρήσει ανάμεσα στα δάχτυλα                          - Δηλαδή, πιστεύεις πως μέσα
               για να πάει αλλού;                                    τους δεν ρέει τίποτα; Ούτε το φως που

                      - Θα πάρει όποιον δρόμο θέλει,                 τα λούζει, ούτε νερό απ' τις βροχές;
               απάντησε μια φωνή από μέσα της. Δεν                          - Δεν ξέρω… Ίσως…

               φυλακίζεται το φως. Δεν έχει όρια.                           - Αν κάτι ρέει μέσα τους, θα είναι

               Άφησε το μπαλκόνι. Στη σάλα εκείνος                   ευτυχισμένα αγάλματα.
               διάβαζε σιωπηλός.                                            - Ευτυχισμένα; Τα αγάλματα ευ-
   78   79   80   81   82   83   84   85   86   87   88