Page 48 - mag_92
P. 48

εΝΑΣ ΜπΑΜπηΣ                                    της Μαρίας Στρίγκου

                                                                                          https://meorio.blogspot.com/








               γραμμοι, με υγρά μάτια, μπλε, γκρι                    ρούχα, σάρκες και κόκκαλα απ’ το
               ή πράσινα του λιβαδιού,  ευαίσθη-                     αυτοκίνητο.

               τοι, πληγωμένοι και πετυχημένοι ή                     Μου δείχνει με το χέρι της προς την
               επαρκώς γοητευτικά αποτυχημένοι,                      κατεύθυνση που είναι το νεκροτα-

               με ένα τραύμα – παγίδα για τον άλ-                    φείο της περιοχής.

               λον, απομονωμένοι σε μια παραμυ-                      «Όσο δεν είσαι εκεί μέσα, τίποτα δεν
               θένια  έπαυλη  στην  εξοχή  με  τους                  πέρασε»

               λογαριασμούς της ΔΕΗ, του κινη-                       Ένα φως ανάβει στο κεφάλι μου, τα
               τού και τις δόσεις του ΕΦΚΑ να μην                    λόγια βρήκαν στόχο. Σωστή η φρά-

               τους κλέβουν λεπτό σκέψης από τον                     ση κι όσα υπονοεί. Μήπως αντί να
               έρωτα. Μα και βέβαια δεν θα υπάρ-                     θέλω να γράψω ένα ρομάντζο να το

               χει ο απόηχος του κορονοϊού στην                      ζήσω καλύτερα; Το χέρι με σουβλί-
               ιστορία, ούτε καν, ούτε ο προβλη-                     ζει ξαφνικά κι επίμονα. Ένα ρομά-

               ματισμός της αύξησης των  ειδών                       ντζο στα μέτρα του κάθε ανθρώπου
               πρώτης ανάγκης. Στο ρομάντζο που                      έστω, ένα ρομάντζο στα μέτρα μου.
   48          θα γράψω οι ήρωες δεν θα πηγαί-                       Μήπως να δω «ρομαντικά» όλα όσα


               νουν στο σούπερ μάρκετ παρά μόνο                      συμβαίνουν γύρω μου; Μα πού τον
               για να αγοράσουν ροκφόρ, προσού-                      είδες το ρομαντισμό στην καθημερι-

               το και γαλλική μπαγκέτα. Κρασί ούτε                   νότητα της φρίκης, θα αναρωτηθείς
               καν, αστειεύεσαι; Έχουν κρασιά δε-                    αναγνώστη μου; Να, αυτό λέω, όσο

               καετίας στο κελλάρι του σπιτιού κι                    δεν είμαστε κάτοικοι των νεκροτα-
               ένα τζάκι που δεν σβήνει σχεδόν                       φείων της περιοχής μήπως να σκε-

               ποτέ.                                                 φτούμε να ζήσουμε μια άλλη ζωή;

               Το σπασμένο μου χέρι με πονάει                        Μήπως ήρθε η ώρα να σημάνουν οι
               φριχτά αυτές τις μέρες κι είναι πρη-                  καμπάνες;  Εκλογές,  αλλαγές,  ανα-

               σμένο. Η γειτόνισσα που με βλέπει                     τροπές, αντιδράσεις, συμπλήρωσε
               να παλεύω μ’ ένα χέρι να παρκάρω                      ό,τι θες.

               το αυτοκίνητο μου φωνάζει :                           Μήπως όμως;

               «Δεν είναι τίποτα Μπάμπη, θα περά-
               σει»

               Κουνώ το κεφάλι μου για να την

               ησυχάσω, να δει πως την άκουσα.

               «Η ζωή μας πέρασε κυρά Πόπη» της
               λέω καθώς βγαίνω ένας σωρός από
   43   44   45   46   47   48   49   50   51   52   53