Page 48 - mag91
P. 48

εΝΑς μπΑμπής


                   «καλοκαιράκι»







               όπου κατοικούσα δηλαδή ένας Ελύτης                    ξεκουραστείς λίγο απ’ το ταξίδι.»
               ήταν απαραίτητος κι όχι γιατί ήμασταν                 Κοίταξα τον δίσκο που ξεχείλιζε από

               συντοπίτες,  ένιωθα  πως είχαμε  άλλη                 καλούδια, καφέ ελληνικό, γλυκό του
               συγγένεια εμείς, αυτή του λευκού και                  κουταλιού βύσσινο, κουλουράκια. Το
               του μπλε, των κοχυλιών και της ελιάς,                 νερό που ίδρωνε μέσα στο γυάλινο πο-

               της λιτότητας του εαυτού. Λαχτάρησα                   τήρι. Χαμογέλασα σαστισμένος.
               να είχα δυο τρία κοχύλια εδώ, άτακτα                  «Ευχαριστώ μα δεν ήταν ανάγκη»

               πεταμένα πάνω στο τραπεζάκι, άμμο                     Η κυρία Σοφία ακούμπησε το δίσκο
               στα παπούτσια μου κι ένα λευκό που-                   στο τραπεζάκι.
               κάμισο ριγμένο στην καρέκλα. Ελληνι-

               κό καφέ και μυρωδιά αρμπαρόριζας,                     «Θα έρθω αργότερα να σύρω μια
                                                                     σκουπισιά. Άμα ειδοποιούσες πως θα
               βύσσινο γλυκό. Μαραζώνουν τα σπίτια                   ‘ρθεις θα το είχα φροντίσει εγώ, να μην

               άμα δεν τα κατοικούν οι γεύσεις τους.                 είναι  γεμάτο  σκόνη. Έρχομαι  καμιά
               Κι οι ανθρώποι.                                       φορά και ανοίγω τα παράθυρα να μπει

               Άνοιξα  την  τσάντα  μου  ψάχνοντας  τα               φως κι αγέρας, βάζω λίγη μουσική
               τσιγάρα και το βιβλίο που αυτή τη φορά
   48                                                                στο ραδιάκι, ακούς πώς παίζει; Προ-
               κουβαλούσα μαζί μου, μου φάνηκε                       χτές άλλαξα τις μπαταρίες του. Ξέρεις
               πως ήθελε να ξεμουδιάσει κι αυτό πα-                  γιε μου, το ‘χουν ανάγκη οι ψυχές αυτό
               ρέα με τους ομότεχνούς του.                           το αλάφρεμα. Και των σπιτιών και των

                                     Η «Ορδέσα» του                  ανθρώπων.»

                                     Μανουέλ Βίλας                   Την ευχαρίστησα σιγανά, έφυγε μουρ-
                                     μια χαρά βολεύτηκε              μουρίζοντας διάφορα για σκουπίσματα,

                                     στο ράφι δίπλα στα              ξεσκονίσματα και τα συναφή. Ήπια μια
                                     άλλα.                           μεγάλη γουλιά καφέ, που τον ένιωσα
                                     Πώς θα ήταν άραγε               να κυλάει μέσα στα σπλάχνα μου σα

                                     αν     δεν     πούλαγα          γιατρικό. Η αυλή ήθελε ξεχορτάριασμα
                                     το σπίτι;                       κι ίσως θα ήταν όμορφα να φύτευα επι-

                                     Πώς θα ήταν αν το               τέλους μια βουκαμβίλια. Και σίγουρα
                                     σουλούπωνα,            αν       τα κουφώματα των παραθυριών θέ-
               έκανα τις διακοπές μου εδώ, αν ξόρ-                   λανε άλλαγμα ή έστω μια γενναία συ-

               κιζα τα φαντάσματα του παρελθόντος;                   ντήρηση. Μασούλησα ένα κουλουράκι
               Ένα χτύπημα στην πόρτα μ’ έβγαλε απ’                  όσο η κυρία Σοφία κουβάλαγε καθαρά

               τις σκέψεις μου. Μάλλον κατέφτασαν                    σεντόνια, που μοσχομύριζαν σαπούνι,
               οι αγοραστές, σκέφτηκα. Ήταν η γειτό-                 από το σπίτι της.

               νισσα από απέναντι, η κυρία Σοφία.                    Μα τι έκανε, αφού δεν θα έμενα εκεί.
               «Σου έφερα ένα καφεδάκι Μπάμπη, να                    Θα  έδειχνα  το  σπίτι  στους  αγοραστές
   43   44   45   46   47   48   49   50   51   52   53