Page 47 - mag91
P. 47

της Μαρίας Στρίγκου

                                                                                          https://meorio.blogspot.com/

 «καλοκαιράκι»  Το παλιό ραδιόφωνο σκόρπιζε το τρα-                  σ’ ένα ξερό πηγάδι, στο κάτω – κάτω








               γουδάκι στο σπίτι ενώ το κοίταζα με
               δέος, Πέντε χρόνια είχε να παίξει, πώς                ήταν δίκαιο να περάσει σ’ άλλα χέρια
                                                                     που θα το φροντίσουν και θα το αγαπή-
               ήταν δυνατόν να αντέχουν οι μπαταρίες                 σουν, όπως δεν το αγάπησα εγώ. Δεν

               του; Πλάκα κάνεις!                                    το αγάπησα όμως;

               Μα ακόμα και η κίνηση να το ανοίξω,                   Κάθισα στο ντιβανομπάουλο δίπλα
               αμέσως  μόλις  μπήκα  μέσα,  ήταν  μια                στην μικρή βιβλιοθήκη. Έριξα μια μα-
               πρόκληση στον ίδιο τον χρόνο. Σα να                   τιά  στα  παλιά  μου βιβλία,  όσα  είχαν

               ήθελα από τη μια να βεβαιώσω το πέ-                   απομείνει τουλάχιστον απ’ τα καλοκαί-
               ρασμά του κι απ’ την άλλη να τον κο-                  ρια που επισκεπτόμουν το νησί.

               ροϊδέψω. «Εγώ άντεξα, εσύ;»                           Πρώτη – πρώτη η «Γαλήνη»  του
               Το παλιό παράθυρο που έτριζε και σει-                 Βενέζη και δίπλα ακριβώς η «Δα-

               όταν μέχρι να καταφέρω να γυρίσω το                   σκάλα με τα χρυσά μάτια»
               μάνταλο, η σκόνη που αιωρούνταν σε                    του  Μυριβήλη.  Από  τα  νιάτα  μου

               κάθε σεντόνι που τραβούσα απ’ τα πα-                  ήμουνα τοπικιστής του κερατά. Γέλα-
               λιά έπιπλα, το πάτωμα που το ένιωθα                   σα μόνος μου με τη σκέψη και ο ήχος                        47 47

               κάτω απ’ τα παπούτσια μου σαθρό συ-                   του γέλιου έλουσε τους τοίχους μ’ ένα
               νηγορούσαν υπέρ αυτού, το πούστικο                    πράσινο χρυσό χρώμα. Σκέφτηκα πως

               το ραδιόφωνο όχι. Και ξαφνικά ήταν σα                 θα μου άρεσε να τους βάψω σ’ αυτή
               να μην πέρασε μια μέρα, σα να ήμου-                   την απόχρωση. Επίσης θα μου άρεσε
               να πάντα εκεί, στη μέση του δωματίου                  να μετακινήσω τούτον τον καναπέ. Μα

               σκεφτόμενος αν θα κάνω καφέ ή όχι.                    γιατί δεν τον βάζαμε ποτέ δίπλα στο
               Μια γάτα λιαζόταν στο απέναντι περβά-                 παράθυρο; Θα ήταν όμορφα για όποιον

               ζι, όχι, δεν ήταν η δικιά μας γάτα. Που               καθόταν να διαβάσει εκεί.
 Καλοκαιράκι έχει η καρδιά  δεν είχαμε μία δηλαδή, καμιά δεκαριά     Το επόμενο βιβλίο ήταν «Το εγκώ-
                                                                     μιο της σκιάς» του  Tanizaki
               γάτες και γατόπουλα είχαμε, σωστός
 και η αγάπη μου καλοκαιράκι  στρατός. Μα τώρα ποιος να τα φροντί-   Junichiro, το θυμόμουνα καλά, το

               σει; Αυτοί που ξυπνούσαν το πρωί και
 φυσάει ο μπάτης στα όνειρά μου  μοίραζαν φαγητό κι αγάπη, σ’ όλα τα   είχα αγοράσει στο τελευταίο μου ταξίδι,
                                                                     το ’12 νομίζω για να το διαβάσω στο κα-

 και στους καημούς μου το μελτεμάκι  ζωντανά  του  Θεού,  είχαν  από  χρόνια   ράβι. Μα γνώρισα στο ταξίδι μια ενδια-
               πεθάνει κι εγώ πάντα ξένος, μετανά-
                                                                     φέρουσα μελαχρινή κι απόμεινε αδιά-
 Καλοκαιράκι έχει η καρδιά  στης για δουλειά, για αγάπη, για απο-    βαστο, όταν έφτασα τ’ ακούμπησα εδώ

               δοχή. Μέχρι σήμερα που γύρισα. Γιατί
                                                                     και ξέμεινε. Το θαλασσί εξώφυλλο του
 και η αγάπη μου καλοκαιράκι  το παλιό σπίτι έπρεπε να πουληθεί, να   «Μικρού Ναυτίλου» του Ελύ-
               μου αποφέρει ένα κέρδος, τόσα χρόνια                  τη, μου τράβηξε το βλέμμα. Σιγά που

               έξοδα δίχως χαρά, σα να ρίχνεις νερό                  δεν θα υπήρχε ένας Ελύτης εδώ μέσα,
   42   43   44   45   46   47   48   49   50   51   52