Page 60 - mag_23
P. 60

ΣτΙγμΕΣ




               για άλλη μια φορά, οι σκέ-          εκείνη,  πριν  προσγειωθεί
               ψεις πέρασαν με κινηματο-           και ο ίδιος στην διπλανή.
               γραφική ταχύτητα από το             τράβηξαν την προσοχή του
               μυαλό  του.  Δεν  ήθελε  να         από την πρώτη στιγμή. τον           Τόυ αγιόυ
               σταθεί. Κάθε φορά δραπέ-            πήραν μακριά από τις σκέ-
               τευε από τον ίδιο του τον           ψεις  του.  η  αλήθεια  είναι,
               εαυτό, επιχειρώντας να              πως τον ξάφνιασε η εικόνα
               επικεντρωθεί στο πιο πρα-           που είδε, που ακολούθησε
               κτικό, στο πιο ανώδυνο.             την  προσφώνηση  «κορίτσι
               «Τι σκατά να γράψω, τώρα,           μου». Δεν μπορούσε να φα-
               πρέπει να παραδώσω μέχρι            νταστεί ποτέ, μια γυναίκα
               αύριο…».                            εβδομηντατόσων χρονών,
               «Πρόσεχε κορίτσι μου. Χτύ-          με λευκά μαλλιά, να είναι           ΒαΛενΤινόυ
               πησες;»                             το κορίτσι κάποιου.  πόσα
               Ο  τρυφερός  τόνος  της  γε-        χρόνια άραγε να την προ-
               ροντικής ανδρικής φωνής             σφωνεί έτσι;
               τον ξάφνιασε περισσότε-             τους παρατηρούσε για
               ρο από το σκούντηγμα που            ώρα.  μιλούσαν χαμηλό-
               ένιωσε στην πλάτη της κα-           φωνα, κοιτώντας ο ένας
               ρέκλας που καθόταν.                 τον άλλο στα μάτια. ςυχνά
               γύρισε ξαφνιασμένος το              οι άκρες των χεριών τους
               κεφάλι του.                         συναντιώνταν πάνω στο
   60          Ένας ηλικιωμένος άνδρας,            τραπέζι. εκείνος ξετύλιξε το
               τουλάχιστον 75 χρονών,              μπισκοτάκι που συνόδευε
               κρατούσε τρυφερά και ανή-           τον καφέ του και της το
               συχα από τους ώμους μια             πρόσφερε στο στόμα. εκεί-
               περίπου  συνομήλική  του            νη χαμογελούσε συχνά μ’
               γυναίκα, η οποία, στην προ-         έναν μειλίχιο τρόπο, όπως
               σπάθειά της να πλησιάσει            της μιλούσε.
               το κάθισμα στο παραδίπλα            Ο χρόνος ήταν πάντα κάτι
               τραπεζάκι, είχε σκοντάψει           που τον τρόμαζε. Δραπέ-             τρόπο, σαν να επιδιώκει τε-
               πάνω στην καρέκλα που κα-           τευε από τη ζωή του, τόβαζε         λικά να πραγματοποιηθούν
               θόταν ο ίδιος.                      συχνά στα πόδια, ακριβώς            οι φόβοι του, να τους φέρει
               «Όχι καλέ μου, εντάξει είμαι»,      γιατί η εικόνα του εαυτού           πιο κοντά, μήπως έτσι τους
               αποκρίθηκε εκείνη στον              του μετά από είκοσι, εικο-          αντιμετωπίσει.  αισθάνθηκε
               τρυφερό συνοδό της, ενώ             σιπέντε χρόνια, του δημι-           ξαφνικά το μέγεθος της αυ-
               χαμογέλασε  αμήχανα  στο            ουργούσε  πανικό.  Ένιωθε           τοκαταστροφής  που  επέλε-
               χρήστο, που με τη σειρά             συχνά ότι ο θάνατος και η           γε. Έκαιγε πίσω του τις γέ-
               του ψέλλισε κάτι σαν  «συ-          μοναξιά  καραδοκούν  και            φυρες με τα συναισθήματα,
               γνώμη», τραβώντας το κάθι-          τον απειλούν, σ’ ένα λιγότε-        με τους δεσμούς, με τις ρί-
               σμά του πιο κοντά στο τρα-          ρο ή περισσότερο κοντινό            ζες. ςαν να έλυνε τα φρένα
               πέζι, για να δημιουργήσει           μέλλον. για μια στιγμή ένοι-        της ζωής του για να βρεθεί
               μεγαλύτερο διάδρομο.                ωσε να καταλαβαίνει πως οι          πιο γρήγορα στον πραγμα-
               το ηλικιωμένο ζευγάρι, πιά-         αποδράσεις του ήταν η φε-           τικό του εφιάλτη. τον εφι-
               στηκε τρυφερά από το χέρι           νάκη της αποφυγής αυτού             άλτη της μοναξιάς…
               και προχώρησε στο άδειο             του εφιάλτη. Ένιωσε ωστό-           «Θα πάρετε τριαντάφυλλα;
               τραπέζι. Ο άνδρας τράβηξε           σο να συνειδητοποιεί πως            Αγκίου Βαλεντίνου είναι σή-
               την καρέκλα για να καθίσει          ο ίδιος ενεργεί με τέτοιο           μερα!»
   55   56   57   58   59   60   61   62   63   64   65