Page 62 - mag_23
P. 62
η ΑΦΗγΗμΑ
γυάλα
στέκεται όρθια
στο μπαλκόνι.
λούζονται
τ΄άσπρα της μαλλιά
62
στο χειμωνιάτικο
πρωινό.
σφίγγει τα χείλη της,
να μείνουν κλειστά.
ε το ένα της χέρι κρατά τα κάγκελα του μπαλκονιού με μια αναιμική δύναμη που
φθίνει μέρα με τη μέρα. το άλλο χέρι ξεχάστηκε να κρατάει μια ξύλινη, βουτυ-
ρωμένη κουτάλα. την σφίγγει σφιχτά πάνω στο στήθος της. Κανείς να μην την
Μπάρει. Και αποκτά το άσπρο της νυχτικό ένα στρογγυλούτσικο αποτύπωμα και
μια γεύση βούτυρου.
την ίδια στιγμή ο γιός της χτύπησε θυμωμένος πίσω του την εξώπορτα του σπιτιού. Καλοντυ-
μένος μέσα στο κουστούμι του, με κλειδιά, πορτοφόλι, κινητό σε απαρτία μπήκε στο αυτοκί-
νητο και έστριψε με γκάζια την γωνία. Λεπτά πριν ούρλιαζε δίπλα στ΄αυτιά της «Τι έκανες πάλι
μωρή; Έπρεπε να σε είχε κανένας άλλος, να έβλεπες τώρα που θα ήσουν. Άι στο διάολο πρωί πρωί».