Page 73 - mag_121
P. 73
της Mιμίκας Μαντά
Κι ο έρωτας, δεν άντεξε τον χειμώ- μόνικα. Ή μήπως μόνο εκείνη την
να. ακούει;
Κι εκεί, μες στη σιγαλιά, ψιθυρίζει:
Τώρα, πολλά καλοκαίρια μετά, ξα- «Μετράγαμε τη ζωή μας με κα-
ναστέκεται στην αγαπημένη ακτή. λοκαίρια. Όχι με χρόνια, μήτε με
Ο ήλιος έχει πέσει λίγο, χρυσίζει τη γιορτές. Καλοκαίρια. Ξυπόλυτα,
θάλασσα με εκείνο το φως που κά- αλμυρά, με μαλλιά ανακατεμένα
νει τα πράγματα να μοιάζουν αιώνια. απ’ τον άνεμο και ψυχή γεμάτη
Ένα παιδί παίζει με ένα χάρτινο κα- παιχνίδι.»
ραβάκι στην άκρη. Μια γιαγιά -κά- « Ίσως, τελικά, αυτό να ‘ναι η αι-
ποια άλλη γιαγιά τώρα- φωνάζει: ωνιότητα. Να γυρίζεις εκεί που
«Μην πας μακριά! Μη σε πάρει το κάποτε ήσουν παιδί. Να βουτάς
ρεύμα!» ξανά. Και να θυμάσαι.»
Κι η Λένη, με τα πόδια στο νερό, με- «Γιατί είναι βάλσαμο οι μνήμες 73
τράει τις αναμνήσεις όπως μετρού- από παιδικά καλοκαίρια…»
σε τα κοχύλια:
Το φιλί στον φάρο.
Τα καρπούζια που έσπαγαν στο
χώμα.
Τα καπέλα που τα άρπαζε ο άνεμος
και τα κυνηγούσαν όλοι μαζί.
Τα χέρια βρεγμένα από τη θάλασσα,
γεμάτα άμμο.
Την γιαγιά που κάθε πρωί άπλωνε
τα σύκα στον ήλιο και μοσχοβολού-
σε όλη η αυλή.
Το βράδυ έρχεται ήσυχα. Στον ου-
ρανό ανάβει το πρώτο αστέρι. Στο
μπαλκόνι, η Λένη κάθεται με ένα
ποτήρι παγωμένο νερό με λεμόνι.
Από κάπου ακούγεται μια φυσαρ-
Photo by Lazarus Ziridis