Page 71 - mag_121
P. 71

της Mιμίκας Μαντά










                Μετράγαμε τη ζωή μας







                               με καλοκαίρια...






               Το καράβι πλησίαζε αργά το λιμάνι,                    βουκαμβίλιες. Το παλιό σπίτι στε-

               σαν να ήξερε ότι μετέφερε κάτι πο-                    κόταν ακόμα, ξεβαμμένο, αλλά αγέ-
               λύτιμο. Κάτι εύθραυστο. Κάτι παλιό                    ρωχο. Το μπλε παραθυρόφυλλο της

               κι αγαπημένο. Η Λένη καθόταν στο                      χαμογέλασε.
               παγκάκι της πλώρης, με τα χέρια                       Κι ήταν λες κι από μέσα θα ξεπηδού-

               διπλωμένα πάνω στο μπαστούνι. Τα                      σε πάλι η μικρή Λένη, με τα μαλλιά
               μάτια της κοιτούσαν εκείνη τη γνώ-                    ατίθασα, τα γόνατα γεμάτα σημάδια

               ριμη ακτογραμμή - τον κόλπο με τα                     από τις πτώσεις, να φωνάζει:
               αρμυρίκια, το παλιό καμπαναριό,                          «Γιαγιά! Πάμε θάλασσα;»                                 71

               τις  χαμηλές  κεραμιδοσκεπές.  Κι
               η καρδιά της, μόλις είδε το πρώτο                     Η γιαγιά πάντα χαμογελούσε, έβα-

               κυπαρίσσι στο ύψωμα, έσκασε σαν                       ζε στο καλάθι σύκα, ροδάκινα, λίγες
               σύκο στον ήλιο.                                       φέτες καρπούζι και λίγη φέτα τυλιγ-

               Ξαναγύριζε!                                           μένη σε βρεγμένη πετσέτα. Ήξερε.
                                                                     Η θάλασσα άνοιγε την όρεξη.


               Κατέβηκε με κόπο, μα η ψυχή της
               έτρεχε. Έτρεχε ξυπόλυτη, όπως κά-                     Καθώς περπατούσε στο μονοπά-

               ποτε, στα λιθόστρωτα που ψήνονταν                     τι προς τον όρμο, ο αέρας και τα
               το μεσημέρι. Έψαχνε σημάδια. Τη                       αρώματα την τύλιγαν με ιστορίες. Οι

               μυρωδιά του  γιασεμιού,  του δυό-                     μυρωδιές  δεν ήταν απλές — ήταν
               σμου και του βασιλικού, που φύ-                       στιγμές…

               τευε η γιαγιά στο πήλινο. Έψαχνε                      Ήταν τα νύχια γεμάτα χώμα από τα
               τις φωνές των παιδιών, εκείνες τις                    παιχνίδια στη συκιά. Ήταν χέρια

               γνώριμες φωνές που ακούγονταν                         που κόλλαγαν απ’ τα σταφύλια που
               σαν να μην τις άγγιξε ποτέ ο χρόνος.                  τρυγούσαν κρυφά από τον κυρ Λά-

               Πέρασε την πλατεία με τη γέρικη                       μπρο. Ήταν ο ήλιος που έψηνε το

               ελιά - πάντα εκεί, σαν φρουρός του                    δέρμα και έκανε τις μύτες τους να
               χρόνου. Έστριψε στο στενό με τις                      ξεφλουδίζουν.
   66   67   68   69   70   71   72   73   74   75   76