Page 78 - mag_121
P. 78
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΟΥΛΗΣ
Η ΓΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ
Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ
[…] Ὁ κύριος Βάγιος λοιπὸν τὸ πῆρε ἀπόφαση ἀπὸ
κάποια στιγμὴ καὶ μετὰ ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶχε δὲν ἦταν
μαγαζί. Ἦταν μιὰ ἀλάνα γιὰ τὶς μανοῦβρες αὐτῶν ποὺ
εἶχαν κάνει λάθος στὴ στροφή. Καὶ ἔτσι ἐπέστρεψε σὲ
ἐκείνη τὴ φάση ποὺ δὲν ἀνασηκωνόταν ἀπὸ τὴν καρέ-
κλα του. Παρακολουθοῦσε τὰ αὐτοκίνητα νὰ ἔρχονται
καὶ νὰ φεύγουν, ὅπως κάτι γριὲς σὲ αὐτὰ τὰ σπίτια ποὺ
περνάει ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ χωριὸ ἡ Ἐθνικὴ Ὁδός, ποὺ
κάθονται ὅλο τὸ ἀπόγευμα σὲ μιὰ καρέκλα μὲς στὸν
δρόμο καὶ μετρᾶνε ἀποβλακωμένες αὐτοκίνητα νὰ περνᾶνε τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Μὲ
τὸν καιρὸ ἀποθρασύνονται κιόλας, ἡ καρέκλα προχωράει ἀκάθεκτη καὶ μουλωχτὴ
πρὸς τὴ μέση τοῦ δρόμου, μὲ μιὰ μακαριότητα ποὺ τὴ συναντᾶς μόνο σὲ κάτι σκυλιὰ
ποὺ κάνουν σιέστα πάνω στὴ διαχωριστικὴ λωρίδα. Κάπως ἔτσι εἶχε ἐξελιχθεῖ ἡ κα-
τάσταση, γιατὶ ἡ γριὰ μὲ τὴν καρέκλα στὸ χωριὸ εἶναι ἕνας ἀτάραχος καὶ βλοσυρὸς
μάρτυρας τῆς διάλυσης τῆς ἡσυχίας της.
Ἔτσι καὶ ὁ κυρ-Βάγιος, ἀποφάσισε πιὰ σὲ αὐτὴ τὴ φάση τῆς ζωῆς του ὅτι δὲν ἦταν
78 προορισμένος νὰ πουλήσει καρέκλες, ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἡ ζωὴ τὸν πέταξε σὲ
λάθος οἰκόπεδο. Καὶ ἔτσι ἔφτιαξε ἕνα πολὺ ὡραῖο ἐπαρχιακὸ πάρκινγκ, στὸ ὁποῖο τὰ
αὐτοκίνητα δὲν πάρκαραν, ἀλλὰ ἔκαναν αὐτὴ τὴ μανούβρα τῆς λάθος στροφῆς.
ΣΠΥΡΟΣ Λ. ΒΡΕΤΤΟΣ
Η ΨΙΧΑ
Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ
Μακάρι να είχα ένα παιδί και ας το είχα χάσει. Και να
το βρω και να μην το αναγνωρίσω. Να μη δείξω πως
το βρήκα. Και αυτό να έχει καταλάβει ποια είμαι μα
ούτε και αυτό να το δείξει. Χρόνια ο καθένας στο ψάξι-
μο για τον άλλον και στο τέλος που ο ένας βρίσκει τον
άλλον, που η μάνα καταλαβαίνει πως είναι ο γιος της
αυτός και ο γιος πως αυτή είναι η μάνα του, να μην το
φανερώνουν. Να κοιταζόμαστε και να μη μιλάμε. Σιγά
σιγά να δείχνω πως δεν μπορεί παρά να είμαι εγώ η
μάνα και αυτός ο γιος μου, και σιγά σιγά και αυτός να δείχνει πως δεν μπορεί παρά
να είναι ο γιος μου και εγώ που τον κοιτάζω η μάνα του. Αλλά σκηνή αναγνώρισης
να μη συμβεί. Να μη χυθούμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Να μην κλάψουμε στα
φανερά. Ο πόνος να είναι μέσα έτοιμος να εκραγεί, αλλά εμείς εκεί. Να δείχνουμε
πως η αποξένωση, η τόσο μεγάλη, δεν μπορεί να καλυφθεί με μία σύντομη αναγνώ-
ριση. Πόσο κρατάει άλλωστε μια σκηνή αναγνώρισης; Μερικά λεπτά; Για κάτι τόσο
λίγο ζούσαμε;