Page 72 - mag_121
P. 72

micro STORIES



                  Μετράγαμε τη ζωή μας

                         με καλοκαίρια...



               Τα  απογεύματα  έστηναν  "καραβο-                     Την τελευταία μέρα του Αυγούστου,

               μαχίες" με ξύλα και κουτιά στον                       της έδωσε ένα χαρτάκι:
               κόλπο. Οι φωνές τους αντηχούσαν                         «Αν με θυμάσαι, θα ξανάρθω.»
               ως το χωριό.                                          Δεν ξανάρθε. Αλλά η φυσαρμόνικα


                 «Καπετάνισσα Λένη! Φουρτούνα                        έπαιζε για χρόνια μετά, κάθε καλο-
                  έρχεται!»                                          καίρι μέσα της.




                 «Κρατήστε γερά! Μην πέσει το                        Ο μεγάλος έρωτας ήρθε στα δεκα-
                  καρπούζι στη θάλασσα!»                             εννιά της. Ο Αντώνης. Μελαχρινός,

                                                                     γελαστός, μαυρισμένος απ’ τον ήλιο.

               Έτρωγαν πάνω στη βάρκα, πάνω                          Συναντήθηκαν ένα απόγευμα του

               στις πέτρες, με τα νερά να τους ρα-                   Ιουλίου, στο καφενείο του λιμανιού.
               ντίζουν τα πόδια. Η γεύση του αλ-                     Εκείνη διάβαζε το βιβλίο της, εκεί-

               μυρού νερού ανακατευόταν με το                        νος  σκίτσαρε  βότσαλα.  Μιλούσαν
   72          δροσερό καρπούζι και το αλάτι κολ-                    ως το ξημέρωμα για ζωή, πολιτική,

               λούσε στα χείλη .                                     ποίηση, θάλασσες και ταξίδια.

                                                                     Τη φίλησε πρώτη φορά κάτω από

               Ο πρώτος παιδικός έρωτας ήρθε                         τον  φάρο, μέσα  στον αέρα  και τον
               ένα  καλοκαίρι  απρόσμενα,  όπως                      ήχο των κυμάτων.

               όλα τα σημαντικά πράγματα. Ο Θο-                        «Όταν τελειώσει το καλοκαίρι;»
               δωρής ήταν ξάδελφος ενός φίλου.                         τον ρώτησε.

               Είχε μάτια που γέλαγαν συνέχεια                         «Δεν θα τελειώσει ποτέ. Το κου-

               και κουβαλούσε μια  μικρή  φυσαρ-                       βαλάμε μέσα μας,» της είπε.
               μόνικα στην τσέπη. Έπαιζε μελωδί-

               ες κάθε απόγευμα στην αυλή, κι όλα                    Πέρασαν τρία καλοκαίρια μαζί. Την
               τα κορίτσια τον κοίταζαν με μαγεία.                   έπαιρνε με τη μηχανή και γύριζαν τις

               Η Λένη τον ακολουθούσε διστακτι-                      παραλίες του νησιού. Κοιμόντουσαν

               κά. Μια φορά, της έδωσε ένα σύκο                      πάνω σε πετσέτες, ξυπνούσαν με τα
               που μόλις είχε κόψει απ’ το δέντρο:                   πρώτα φώτα της αυγής. Μοιράστη-

                 «Να το φας αργά, να κρατήσει»,                      καν αλάτι, ιδρώτα, φρούτα κομμένα

                  της είπε.                                          στα δύο και όνειρα.

               Εκείνη το έφαγε λαίμαργα, αλλά                        Κάποτε εκείνη έφυγε για σπουδές
               κράτησε τον κοτσάνι για ενθύμιο.                      στην πρωτεύουσα. Εκείνος έμεινε.
   67   68   69   70   71   72   73   74   75   76   77