Page 87 - mag_120
P. 87
της Mιμίκας Μαντά
Η Μαρίκα ακούμπησε το χέρι της Η Μαρίκα γύρισε και την κοίταξε
πάνω στο δικό της. Το άγγιγμα ήταν τρυφερά. Μια σιωπηλή κατανόηση,
ελαφρύ, μα κουβαλούσε την πυκνό- γεννημένη από τις δικές της απώ-
τητα μιας ζωής γεμάτης χαρές, πί- λειες.
κρες και αποχαιρετισμούς. «Το φως δεν χρειάζεται να το ψάξεις,
«Ο φόβος είναι σαν τον χειμώνα. Όλγα. Το φως μας βρίσκει. Αρκεί να
Σου κλείνει την καρδιά, σε πείθει του αφήσεις μια χαραμάδα. Όσο μι-
πως τίποτα δεν ανθίζει πια. Αλλά ο κρή κι αν είναι.»
ήλιος δεν ρωτά αν είσαι έτοιμη. Έρ- Στην άλλη άκρη του κήπου, ακού-
χεται. Σου δείχνει τον δρόμο, έστω στηκαν παιδικές φωνές. Μια ομάδα
κι αν εσύ κοιτάζεις αλλού.» παιδιών είχε τρυπώσει στο μονο-
Η Όλγα έγειρε το κεφάλι, κλείνοντας πάτι, τα πόδια τους τσαλαπατούσαν
τα μάτια. Οι εικόνες ξεπετάχτηκαν ξερά φύλλα, τα γέλια τους ανέβαιναν
ξανά: άνθρωποι τρομαγμένοι, σει- στον ουρανό σαν τραγούδι που δε
ρήνες, καταφύγια, εκρήξεις, φωνές γνωρίζει λύπη.
που κόβονταν απότομα, σπίτια που Η Όλγα γύρισε και τα κοίταξε με πε- 87
έγιναν συντρίμμια. Η πατρίδα της, ριέργεια.
ένα τοπίο άγνωστο και εχθρικό, σαν «Δεν ήξερα πως υπάρχουν ακόμα
κάποιος να είχε σβήσει τη ζωή απ’ παιδιά εδώ...»
αυτό με μια μονοκοντυλιά. Η Μαρίκα αναστέναξε ελαφρά, σαν
Μα οι μανόλιες δεν ήξεραν από πο- να επαναλάμβανε μιαν αλήθεια που
λέμους. Άνθιζαν κάθε χρόνο, πιστές κουβαλούσε μέσα της χρόνια:
σε έναν κύκλο που δεν σταματούσε «Η ζωή βρίσκει πάντα τον δρόμο
ποτέ. της. Όπως οι ρίζες των δέντρων,
«Κοίτα τα δέντρα,» της είπε η Μα- που σπάνε ακόμη και την πέτρα.
ρίκα. «Δεν ζητούν τίποτα. Ούτε ελ- Όπως το νερό, που κυλά ακόμα κι
πίδα, ούτε σιγουριά. Απλώς υπάρ- όταν όλα μοιάζουν στεγνά. Κι όπως
χουν. Και με τον καιρό, ανθίζουν το φως, που βρίσκει πάντα τρόπο να
ξανά. Ίσως έτσι πρέπει να κάνουμε μπει, ακόμα και σε χώρους σκοτει-
κι εμείς.» νούς.»
Η Όλγα έσφιξε στα χέρια της γύρω Ένα κοριτσάκι πλησίασε τις δυο γυ-
ένα μικρό λουλούδι που είχε πέσει ναίκες, κρατώντας ένα λευκό άνθος
στα πόδια της. μανόλιας. Το άφησε αθόρυβα στην
«Δεν μπορώ;» ψιθύρισε. παλάμη της Όλγας, κοιτώντας την με