Page 60 - mag_115
P. 60

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ                                                                                                                                                                     της Mιμίκας Μαντά











                                                                                                                                                  Η Χαρούλα δεν καταλάβαινε, μέχρι που                 Ο Σίμος άρπαξε το δέμα, το άνοιξε και το
                                                                                                                                                  η μητέρα δίπλωσε το καλό τραπεζομά-                  κοίταξε για λίγο. Έπειτα είπε στη μικρή

                                                                                                                                                  ντηλο και της το ’δωσε.                              - Άνοιξε τα χέρια σου. Πήρε τις μικρές
                                                                                                                                                  - Θα πάς στον Μύλο, θα δώσεις το τρα-                  παλάμες του παιδιού, τις ένωσε κι έρι-
                                                                                                                                                   πεζομάντηλο στον κυρ Σίμο, θα του                     ξε μέσα λίγο αλεύρι γελώντας. Άντε
                                                                                                                                                                                                         γύρνα στη μάννα σου, φώναξε.
                                                                                                                                                   δείξεις τα κεντίδια και θα του ζητήσεις             Τι να χωρέσουν οι παλάμες της εξά-
                                                                                                                                                   αλεύρι
              Το πιο ωραίο Χριστόψωμο                                                                                                             Κοκάλωσε η Χαρούλα.                                  χρονης Χαρούλας... Όμως αυτά τα λίγα


                                                                                                                                                  Θα έδινε το καλό τραπεζομάντηλο; Κοι-
                                                                                                                                                                                                       δράμια αλεύρι, τα πήγε στο σπίτι σαν
                                                                                                                                                  τούσε τη μητέρα ξαφνιασμένη.
                                                                                                                                                  - Θα πεις πως σε στέλνω εγώ, συνέχισε                θησαυρό. Βάδιζε αργά και προσεκτικά
                                                                                                                                                                                                       μην τυχόν και σκοντάψει και της πέσει
                                                                                                                                                   εκείνη. Ξεκινήστε, φώναξε στ αγόρια.                το αλεύρι. Το πιο πολύτιμο αλεύρι της

                                                                                                                                                   Μην καθυστερείτε κι αρχίζει να νυ-                  ζωής της.
               Έρχονται τα Χριστούγεννα! Έρχονται                    Χαρούλας, άκουσε τις χαρούμενες φω-                                           χτώνει.                                             Τα μαγουλάκια της κατακόκκινα από το

               πάλι Χριστούγεννα!                                    νούλες της και ταράχτηκε. Ψιθύρισε ένα                                       Τα τρία παιδιά δεν αντάλλαξαν καμιά                  κρύο. Το στόμα στεγνό, χείλη σφιχτά. Τα
               Στο μυαλό της Χαρούλας στριφογύριζαν                  « Ναι» και την έσφιξε τρυφερά.                                               κουβέντα ως το μύλο. Ένοιωθαν θυμό                   αδέλφια της αμίλητα.
   60          οι φράσεις της δασκάλας μαζί με εικό-                 Κι έπειτα της είπε:  Χαρούλα μου, αυτές                                      και ντροπή και απορία μαζί. Γιατί γινό-              Η μητέρα περίμενε στην αυλόπορτα. Δεν                      61
               νες, που έρχονταν από περασμένες χρο-                 τις γιορτές θα τις περάσουμε διαφορετι-                                      ντουσαν όλα αυτά;                                    είπε τίποτα για την ποσότητα του αλευ-

               νιές. Η μητέρα να καθαρίζει, το σπίτι να              κά. Με πολλή αγάπη, αλλά χωρίς γλυκά                                         - Μπες μόνη σου είπαν στη Χαρούλα                    ριού. Αγκάλιασε τα παιδιά της, τρέμο-
               φοράει τα γιορτινά του, οι μυρωδιές από               και πολλά φαγητά. Έχουμε Κατοχή. Θυ-                                          όταν  έφτασαν. Θα περιμένουμε απ'                   ντας μη δουν τα δάκρυα που γυάλιζαν
               τα γλυκά να απλώνονται σ’ όλες τις κά-                μάσαι που σου εξήγησα, τι σημαίνει Κα-                                        έξω.                                                στα μάτια της.

               μαρες.                                                τοχή;                                                                        Προχώρησε η μικρή στο εσωτερικό του                  Άδειασε το αλεύρι σε μια μικρή λεκανί-
                Όμως γιατί η μητέρα φέτος δεν έκανε                  Δεν μίλησε η Χαρούλα. Όλα τα θυμόταν.                                        μύλου με βήματα αργά και φοβισμένα.                  τσα.Φίλησε κι  έτριψε τα παγωμένα χε-
               καμιά προετοιμασία; Λες να το ξέχασε;                 Μόνο που -για λίγο- το παιδικό της μυα-                                      Έσφιγγε τα δόντια της και  κρατούσε τα               ράκια της Χαρούλας.
               Μπήκε στο σπίτι, έβγαλε τις λασπωμέ-                  λό έσβησε κάθε τι άσχημο και τα αστε-                                        δάκρυα της με κόπο.                                  Δύο μέρες μετά, στο τραπέζι  των Χρι-

               νες  γαλότσες  κι  έτρεξε  στο καθιστικό.             ράκια  που φώτιζαν τα όνειρά της, την                                        - Καλώς την, ακούστηκε η αγριοφωνά-                  στουγέννων, αφού στερέωσαν πάλι τις
               Σταμάτησε απότομα. Τα μάτια της γυά-                  ταξίδεψαν σε παλιές, φωτεινές μέρες                                           ρα του Σίμου.                                       μπλε κόλλες που κάλυπταν τα τζάμια,
               λισαν. Η μητέρα  είχε βγάλει το άσπρο                 - Θα φτιάξουμε όμως Χριστόψωμο, είπε                                         Στάθηκε μπροστά στη Χαρούλα κορδω-                   άναψαν ένα μικρό κεράκι και κάθισαν

               καλό τραπεζομάντηλο με τα κεντίδια. Το                  η μητέρα, χαμογελώντας.                                                    μένος και τα μικρά, αλεπουδίσια  μάτια               στο τραπέζι.
               είχε ακουμπήσει διπλωμένο όμορφα σε                   - Πέτρο, Κώστα ελάτε, φώναξε.                                                του, την εξέταζαν από πάνω ως κάτω.                  Τα κουκιά έπλεαν σε μια νερόσουπα, δί-
               μια καρέκλα.                                          Τα αδέλφια της ήρθαν, κι άρχισαν να                                          Ένα αθώο μικρό παιδάκι με σγουρά                     πλα στα χόρτα. Στη μέση όμως του τρα-
               Το θυμάται σκέφτηκε, το θυμάται! Θα                     φωνάζουν πως δεν θα πάνε στο μύλο.                                         μαλλάκια τον κοιτούσε με παράπονο.                   πεζιού, βρισκόταν ζεστό κι αφράτο  ένα

               στρώσει το καλό τραπεζομάντηλο. Στο-                    Ντρέπονταν, έλεγαν.                                                        - Τι θέλεις; Λέγε, έχω δουλειά                       μικρό Χριστόψωμο. Η μητέρα το είχε
               λίζει το σπίτι.                                       - Να πάει η μικρή                                                            Η Χαρούλα, δεν κατάλαβε πως βρήκε                    στολίσει με λίγα μύγδαλα που ‘χε μαζέ-
               - Μανούλα μου τα αγαπάω τα Χριστού-                   Μετά από καυγάδες, η μητέρα υποχώ-                                           δύναμη να μιλήσει.                                   ψει το φθινόπωρο.

                 γεννα!                                              ρησε.                                                                        - Μ' έστειλε η μάνα, η κυρά Θεώνη. Μου               Πιο νόστιμο Χριστόψωμο, κανείς δεν
               Η  μητέρα  την  πήρε  αγκαλιά  χωρίς  να              - Θα πάει η μικρή, αλλά θα πάτε μαζί της.                                     είπε να σας δώσω αυτό και να πάρω                   είχε ξαναφάει. Κι η μικρή τραπεζαρία
               μιλήσει. Είδε τα λαμπερά ματάκια της                    Δεν την αφήνω μόνη ως τον μύλο.                                             αλεύρι.                                             έλαμπε από αγάπη!
   55   56   57   58   59   60   61   62   63   64   65