Page 25 - mag_05
P. 25

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ


















               στα 16, μαθήτρια γυμνασίου. Η       γειτονιά δεν μας μιλούσε σχε-       απόκληρους της γειτονιάς της.
               γιαγιά της έμενε σ’ ένα σπίτι με    δόν  κανείς.  Μας  κοίταζαν  με     «Να πάνε από κει που ‘ρθαν!»,
               αυλή,  στην  παραπάνω  γωνία.       αηδία. Εδώ μένουν οι “παστρι-       διαμαρτύρεται. Έχει άραγε ρω-
               Όταν σκορπάγαμε από το παι-         κιές”,  οι  Σμυρνιές.  Έτσι  μας    τήσει  καμιά  από  αυτές  τις  μα-
               χνίδι  στη  γειτονιά,  «λάστιχο»,   έλεγαν.  Στα  σπίτια  τους  δεν     ντηλοφορούσες     μελαχροινές
               κυνηγητό,  ή  «τα  μήλα»,  εμένα    μας καταδέχονταν. Θυμάμαι να        γυναίκες  από  πού  ήρθε,  με  τι
               μου  άρεσε  να  πηγαίνω  να  κά-    κλαίω  σχεδόν  κάθε  φορά  που      συνθήκες;  Έχει  άραγε  ζητήσει
               θομαι στην αυλή της κυρα-Ζα-        άκουγα να μας φωνάζουν έτσι.        να  δει  φωτογραφίες  αγαπημέ-
               μπίας.  Τρελαινόμουν  να  μου       Δεν πολυκαταλάβαινα και τι ση-      νων  προσώπων  που  κουβάλη-
               λέει τις ιστορίες της. Η εγγονή     μαίνει. Αλλά ήταν μια λέξη που      σαν  στις  λιγοστές  αποσκευές
               της,  η  γυναίκα  που  βρίσκεται    μ’ έκανε να ντρέπομαι. Η μάνα       τους;
               μπροστά μου, έμενε στον πάνω        μου  μας  έλεγε  να  μη  δίνουμε    Με  μια  ασυναίσθητη  κίνηση
               όροφο  της  μικρής  μονοκατοι-      σημασία.  «Μας  ζηλεύουν  γιατί     έσπρωξα  τα  γυαλιά  ηλίου  με
               κίας.  Συνήθως  δεν  στεκόταν       είμαστε  πολιτισμένοι.  Φτωχοί,     το μεσαίο μου δάχτυλο, σαν να
               στην αυλή που ήταν το βασίλειο      αλλά  πολιτισμένοι»,  έλεγε  για    επρόκειτο να τα στερεώσω πιο
               της γιαγιάς. Πέταγε στον αέρα       να  μας  καθυσυχάσει.  Βλέπεις      καλά στο πρόσωπό μου, λες κι
               ένα  «γειαααά»  κι  ανέβαινε  τη    δεν  υπήρχε  και  άντρας  στο       έτσι εξασφάλιζα πως η γυναίκα
               μαρμάρινη σκάλα για τον πάνω        σπίτι.  Αδελφό  δεν  είχαμε  κι  ο   δεν  υπάρχει  περίπτωση  να  με
               όροφο. Εγώ την θυμάμαι με την       πατέρας  είχε  μείνει  πίσω,  στη   αναγνωρίσει. Δεν ήθελα να πιά-           25
               μπλε ποδιά της. Εκείνη η πάντα      Σμύρνη,  στο  Σεβντίκιοϊ.  Μας      σω καμία κουβέντα. Ήθελα να
               βιαστική έφηβη, αποκλείεται να      είχε επιβιβάσει στο πλοίο, τότε     πληρώσω και να φύγω. Ήθελα
               είχε ποτέ προσέξει το μικρό κο-     στο χαμό. Θα ‘ρχόταν αργότε-        να  μην  ξαναβρεθώ  στη  γειτο-
               ριτσάκι απ’ τη γειτονιά που έκα-    ρα. Δεν ήρθε ποτέ. Στη μνήμη        νιά  των  παιδικών  μου  χρόνων.
               νε παρέα στη γιαγιά της.            μου τον έχω από τις φωτογρα-        Ένοιωσα σαν να μου λέρωσαν
               «Όταν  ήρθαμε  στη  γειτονιά,       φίες της μάνας. Τις έχω φυλά-       τις παιδικές αναμνήσεις μου.
               ήταν αλλιώς τα πράγματα» μου        ξει. Αχ, κοριτσάκι μου, άσχημο      Σε  κάθε  χρόνο  θα  υπάρχουν
               έλεγε η κυρα-Ζαμπία. «Εγώ, δέ-      πράγμα  οι  προσφυγιά!  Άκου        πάντα  «παστρικιές».  Και  πάντα
               κα-δώδεκα  χρονών,  η  αδερφή       παστρικιές;»                        κάποιοι «νοικοκυραίοι» θα προ-
               μου η Σουμέλα ήταν δεκάξι. Η         Η εγγονή της Ζαμπίας, η Ζα-        σπαθούν  να  καθαρίσουν  τον
               μάνα  μου  δούλευε  σε  σπίτια,     μπία  με  τη  μπλε  ποδιά  και  τα   τόπο,  σπρώχνωντας  τη  σωρό
               κοιτούσε  γέρους,  μεγάλωνε         ίδια  αμυγδαλωτά  μάτια,  σή-       απ’  τα  σκουπίδια  πάνω  σε  αν-
               παιδιά,  έβαζε  μπουγάδα.  Στη      μερα  σιχαίνεται  τους  νέους       θρώπινες ψυχές.


























                                                                                   Οι πρόσφυγες της περιφέρειας
                                                                               της Ραιδεστού περιμένουν τα πλοία
                                                                             κατασκηνωμένοι στην αποβάθρα της
                                                                            Ραιδεστού ( Αρχές Οκτωβρίου 1922 ).
   20   21   22   23   24   25   26   27   28   29   30