Page 26 - mag_80
P. 26
ενΑσ μπΑμπήσ
Δυο πράσινα μάτια
ριστώ πολύ αλλά δεν…» κι έριχνε ματιές προς εμάς. Μου ήρθε
Δεν μπορούσα να καταλάβω την επι- σκοτοδίνη. Ο κυρ Αναστάσης είχε γί-
μονή του να αρνείται αλλά δεν ήθελα νει κατακόκκινος σαν έφηβος που τον
να πω και κάτι περισσότερο, για να πιάσανε στα πράσα.
μην νιώσει πιεσμένος. Παρ’ όλα αυτά Για να τον διευκολύνω έκανα πως δεν
μου φαινότανε πολύ περίεργος, δια- κατάλαβα τίποτα, μα δεν μου πήγαινε
φορετικός. Τον καλοκοίταξα κι είδα κι καρδιά να μη τον κουρντίσω.
άλλες λεπτομέρειες που μου κίνησαν «Δε ρίχνεις πάλι ακόμα μια φορά εκεί-
το ενδιαφέρον. Ήταν καλοξυρισμένος, νο το ρεφρενάκι; Δυο πράσινα μάτια…»
με ανεπαίσθητα κοψίματα εδώ κι εκεί,
όπως όταν ξυρίζεται κάποιος που δεν Άλλο που δεν ήθελε ο γέροντας. Λίγο
καλοβλέπει και τρέμουν τα χέρια του, πριν τελειώσει το τραγούδι του, έκοψα
καλοχτενισμένος, φορούσε καθαρό απ’ το παρτέρι μου μια κόκκινη φρέζια
παντελόνι, πουκάμισο λευκό κι ένα και του την έδωσα.
σιελ πουλόβερ που δεν το είχα ξανα- Η κυρία είχε μπει στο διαμέρισμά της
26 δεί, σαν όντως να είχε να πάει κάπου κι είχε μισοκλείσει τις κουρτίνες. Κα-
πολύ επίσημα. Ήταν ντυμένος όπως τάλαβα ότι στεκόταν πίσω απ’ το τζάμι
ντύνονται οι μεγάλοι άνθρωποι για να ακούγοντας την ιδιότυπη καντάδα.
πάνε στην εκκλησία ή στο νοσοκομείο. «Όταν θα βγεις, να της το δώσεις – του
Ανησύχησα.
είπα – και να προσέχεις, εντάξει;»
«Κυρ Αναστάση, σίγουρα είσαι καλά; Ο κυρ Αναστάσης γέλασε δυνατά.
Μήπως σου συμβαίνει κάτι σοβαρό;
Σε βλέπω πολύ περιποιημένο, θα πας «Εσείς να προσέχετε Μπάμπη που εί-
κάπου….» δεν ήθελα να ολοκληρώσω σαστε νέοι και σπάταλοι ως προς τη
φράση και σκέψη για να μην τον τρο- ζωή. Εμείς πια μόνο απ’ τον έρωτα κιν-
μάξω ή για να μην τρομάξω εγώ πε- δυνεύουμε. Μα είναι τόσο ωραίος αυ-
ρισσότερο. τός ο κίνδυνος! Τόσο ωραίος!»
Εκείνη την ώρα η κουρτίνα επιτέλους Μπήκα μέσα άφωνος. Αργότερα, όταν
τραβήχτηκε και μια ηλικιωμένη κυρία τους πέτυχα στο μανάβη να ψωνίζουν
με μπλε ρόμπα βγήκε στο μπαλκόνι. πορτοκάλια δίπλα – δίπλα έκανα πως
Κρατούσε στα χέρια της ένα μπουκα- δεν τους είδα. Χάρηκα όμως γιατί η
λάκι με νερό κι άρχισε να ποτίζει τις κυρία με τα πράσινα μάτια, κρατούσε
τρεις γλάστρες που είχε στη μία πλευ- στο χέρι της την κόκκινη φρέζια και
ρά. Πού και πού ανασήκωνε το κεφάλι γιατί η ζωή μου έδειχνε ξεκάθαρα τη