Page 25 - mag_80
P. 25
της Μαρίας Στρίγκου
https://meorio.blogspot.com/
Έφτιαχνα το δεύτερο καφέ της ημέρας Ο γέροντας με κοίταξε για λίγο σιωπη-
όταν άκουσα το τραγούδι «είχα μάτια λός κι ένιωθα σα να με μέτραγε με τα
δει πολλά, ένοχα και ντροπαλά…λα μάτια του. Αναλόγως με το πόσο θα του
λα λα λα…δυο πράσινα μάτια με μπλε έβγαινα, θα μου απαντούσε.
βλεφαρίδες» «Τι καλό νέο να περιμένω εγώ τώρα
Βγήκα στο μπαλκόνι απορημένος με τη βρε Μπάμπη; Γατιά, σκυλιά δεν έχω,
στεντόρεια φωνή που τραγούδαγε αλλά κάτι ανίψια έχω μόνο αλλά λείπουν στο
πολύ περισσότερος ξαφνιασμένος από εξωτερικό.»
το πάθος που δονούσε αυτή τη φωνή. Μου απάντησε τελικά όμως το βλέμμα
Το ξάφνιασμά μου έγινε μεγαλύτερο, του δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ την
όταν ανακάλυψα ότι ο παθιασμένος τε- κλειστή μπαλκονόπορτα.
νόρος ήταν ο μπάρμπα Αναστάσης που
έμενε στη διπλανή γκαρσονιέρα, ένα «Χρειάζεσαι τίποτα απ’ έξω; Θα βγω σε
γεροντάκι αδύνατο και σιωπηλό συ- λίγο να ψωνίσω» προθυμοποιήθηκα
νήθως, που ακόμα και την καλημέρα, «Όχι, όχι σ’ ευχαριστώ. Κι εγώ θα βγω,
όταν συναντιόμαστε στο ασανσέρ, την πρέπει δηλαδή, χρειάζεται» 25
κρατούσε σφιχτά δαγκωμένη μες στο «Μήπως είναι καλύτερα να μη βγεις
στόμα του και δεν την άφηνε να βγει κυρ Αναστάση; Δεν ακούς τι λένε στις
καλά καλά. ειδήσεις; Αφού θα βγω που θα βγω
Δεν τον διέκοψα, περίμενα υπομονετι- εγώ, πες μου τι θες και θα στο φέρω.
κά να τελειώσει και τον παρατηρούσα Μην κινδυνεύεις δίχως λόγο.»
με προσοχή. Ο μπάρμπα Αναστάσης «Να κινδυνεύω; Μα αν κινδυνεύω πάει
ακουμπούσε αγέρωχα στο μεταλλικό να πει πως είμαι ζωντανός κι αφού εί-
μαγκουράκι του και τραγούδαγε σα να μαι ζωντανός, θέλω να το χαρώ, μέχρι
μην υπήρχε αύριο. Δεν μου διέφυγε όποτε»
όμως πως όσο διαρκούσε το τραγού- Χαμογέλασα με την απάντησή του
δι, το σώμα του είχε μια ελαφριά κλίση
προς τα δεξιά, εκεί που ήταν καρφω- «Να είσαι καλά και να το χαρείς, άσε
μένο και το βλέμμα του άλλωστε. Σε τα ρίσκα, πες μου τι χρειάζεσαι κι εγώ
μια μπαλκονόπορτα της απέναντι πο- θα στο φέρω, δεν μου έχεις εμπιστο-
λυκατοικίας, με κεντημένες κουρτίνες σύνη;»
που ήταν τραβηγμένες ερμητικά. Ο κυρ Αναστάσης έδειχνε να ζορίζεται.
«Καλημέρα κυρ Αναστάση! Κέφια «Δεν καταλαβαίνεις…πρέπει να βγω,
έχεις, τι έγινε; Κανένα καλό νέο;» δεν μπορείς εσύ, δεν γίνεται, σ’ ευχα-