Page 74 - mag_28
P. 74
ΣΤΙΓΜΕΣ
Στιγμιαία ξαφνιάστηκε. Η αλήθεια είναι τρυφερά.
πως η γυναίκα του είχε καιρό να τον υπο- “Εδώ σ’ αυτήν την ολόσωμη είσαι κού-
δεχτεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Χαμογέλασε με κλα!”. H φωνή του είχε αλλάξει . Σαν να
αμηχανία. Δεν είπε τίποτα. Έπλυνε τα χέρια είχε φύγει το βάρος από πάνω της. Σαν να
του και κατευθύνθηκε, όπως πάντα, προς τον είχαν συνεπάρει οι αναμνήσεις από τις
το τραπέζι της κουζίνας. Μπροστά στη συ- φωτογραφίες τόσο, που απάλυναν το ηχό-
νηθισμένη θέση του, είδε κάτι ασυνήθιστο. χρωμά του και το έκαναν τόσο τρυφερό,
Στην αρχή δεν το αναγνώρισε. Χρειάστηκε σχεδόν τραγουδιστό. “Είσαι κοπελίτσα”…
να το ξεφυλλίσει… Έφυγε από πίσω του και στάθηκε μπροστά
“Πώς… πώς βρέθηκε αυτό; Πού το θυμή- του. Τον κοίταξε στα μάτια. Του κράτησε
θηκες; Που το είχαμε;” Μπροστά του είχε με τις δυο της παλάμες το χέρι του, που
ένα παλιό άλμπουμ με φωτογραφίες. Φω- ήταν έτοιμο να γυρίσει στην παρακάτω
τογραφίες που, όταν άρχισε να γυρίζει τις σελίδα. “Η ίδια κοπελίτσα είμαι, καλέ μου.
σελίδες του, τις θυμήθηκε μία προς μία. Εκείνη που είχες γνωρίσει. Έχω λίγα κιλά
“Θυμάσαι; 1987. Καλοκαίρι στην Αστυπά- παραπάνω και κάποια σημάδια του χρόνου,
λαια”. Στάθηκε πάνω από το κεφάλι του, στο κορμί και στο πρόσωπό μου. Δεν έχω
έτσι όπως ήταν καθισμένος στην καρέκλα όμως αλλάξει. Δεν έχουμε αλλάξει. Είμαστε
της κουζίνας. Του χάιδευε τα μαλλιά, ενώ οι ίδιοι άνθρωποι. Κι είμαστε μαζί. Και τίπο-
74 με το άλλο της χέρι άρχισε να γυρίζει εκεί- τα δεν πρέπει να μας κάνει να το ξεχνάμε”.
νη τις σελίδες: Σήκωσε τα μάτια του και την κοίταξε. Του
“Θυμάσαι τη σκηνή μας; Εδώ σ’ αυτήν φαί- μιλούσε με μια φλόγα στο βλέμμα. Μια
νεται η άκρη της τέντας της. Η άλλη φω- φλόγα που την αναγνώρισε να έρχεται
τογραφία δίπλα είναι στη Μαλτεζάνα. Τη από παλιά. Είχε καιρό να την δει. Είχε ξε-
θυμάσαι την ταβέρνα; Αυτό εδώ το ηλιο- χάσει τον υπέροχο δυναμισμό που είχαν
βασίλεμα, στο Κάστρο, εσύ το είχες τραβή- τα πράσινα μάτια της γυναίκας του, όταν
ξει…” μίλαγε με ενθουσιασμό για κάτι. Συνειδη-
Είχε κι εκείνος απορροφηθεί. Είχε πάνω τοποίησε τότε, ότι κι εκείνη μάλλον για
από εικοσαετία να ξαναδεί αυτές τις φω-
τογραφίες. “Πω, πω, κοίτα βρε
Ελένη ένα μαλλί που
είχα” της είπε
μ’ ένα ελαφρύ
παράπονο στη
φωνή. Εκείνη
έσκυψε και φί-
λησε το γυμνό
στην κορυφή
κεφάλι του.
“Εμένα μ’ αρέ-
σεις πιο πολύ
τώρα”, του είπε