Page 66 - mag_28
P. 66

ΛΗΜΝΟΣ







                    Σεπτέμβριος.
                    Στέκομαι στην λίμνη στον Βορά και μοιάζω να αιωρούμαι. Μα δεν πατώ στο νερό.
                    Πατώ στο αλάτι. Σκορπισμένο παντού. Κάποιος το έριξε με ένα ουράνιο κουτάλι.
                    Οι αλυκές. Δίδυμες αλμυρές προσφυγοπούλες. Άδειες από νερό τούτον τον μήνα.
                    Ψάχνουν τον τόπο τους.  Περνάς τις σπηλιές, δεν φοβάσαι πια τον Μόσυχλο. Η λάβα του
                    έχει χρόνια να σε απειλήσει. Ξεχάστηκε σαν πολλά άλλα. Μπορεί και να σε παραμονεύει
                    όμως. Εκεί που κλέβεις  τα σύκα  στο δρόμο  για τον Κότσινα. Σκαρφαλωμένος στις βασι-
                    λικές συκιές κι όσο αποφεύγεις το γάλα που τρέχει από τους αγίνωτους καρπούς μπορείς
                    να δοκιμάσεις λίγο από την τροφή των Θεών. Κι ύστερα το μέλι. Θυμαρίσιο. Μόνο αν είσαι
                    εδώ. Τα αμπέλια ξεδιπλώνονται μπροστά σου. Ο τρύγος δεν είναι μόνο γιορτή.
                    Είναι και σκληρή δουλειά. Μόχθος. Ο ήλιος ακόμη καυτός. Η γη πράσινη και σκληρή.
                    «Αμπελλούσα» τη φώναζε ο Όμηρος. Αυτήν την «πιο αγαπημένη από όλες τις στεριές»
                    Θα ’χε τους λόγους του ο ποιητής.















   66












                     Οκτώβρης.
                     Ευλογημένος καρπός το αμπέλι. Σαν την ελιά. Σε όλο το νησί αθέατα τον υπόλοιπο καιρό
                     ξεπροβάλλουν τα λακαριά …Κρασί, ούζο, ρακί. Ο καιρός γλυκός. Μικρό καλοκαιράκι. Με-
                     λωμένο. Τελευταίο χάδι πριν τον χειμώνα. Τελευταία ματιά στους αγαπημένους μας που
                     φεύγουν. Θα ξεχαστούμε πάλι. Κι άντε μετά απ ό την αρχή να ξαναγνωριστούμε.
                     Να ξαναγαπηθούμε. Παρέλαση. Όχι μια. Δυο. Κι η κραυγή του Κουντουριώτη φτάνει στα
                     αυτιά μου από το Διαπόρι  μέχρι τον Μούδρο. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.


                     Νοέμβρης.
                     Το κρύο πλησιάζει. Οι σόμπες δεν φτάνουν πάντα. Οι νοτιάδες σφυρίζουν.
                     Τα μαγαζιά στις παράλιες έχουν κλείσει. Ο κόσμος στην αγορά λιγοστός.
                     Κουμπωμένα πια τα πανωφόρια. Κάτι ξεχασμένοι τουρίστες δεν πρόλαβαν  τα τελευταία
                     πλοία. Ανησυχούν μήπως δεν μπορέσουν τελικά να φύγουν. Δεν πειράζει θέλω να τους πω.
                     Ότι και να γίνει εμείς θα αγωνιστούμε. Το «καπνισμένο Τσουκάλι» γράφεται με μανία στο
                     Κοτοπούλι κι ο Ρίτσος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ανάμεσα στους στίχους του και τις
                     ζωγραφιές του μας χαρίζει την αιωνιότητα.
                     «Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει. Γύρω, σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα. Γύρω
                     στη καρδιά μας το συρματόπλεγμα.  Γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα»
   61   62   63   64   65   66   67   68   69   70   71