Page 39 - mag_32
P. 39

του Γιώργου Λίλλη














                                                                     τ΄ ουρανού. Το σκονισμένο δάπεδο είχε
                                                                     ίχνη από πατημασιές, προφανώς του Θεο-
                                                                     χάρη, και επικρατούσε μεγάλη ακαταστασία
                                                                     σ΄ όλο το χώρο λες και κάποιος αναγκάστη-
                                                                     κε να τα παρατήσει όλα στην μέση και να

               ρούσε κάποιος να διακρίνει την εσωτερική              φύγει.
               διαρρύθμιση κι ας μην είχε μπει στο μύλο.             Ο Θεοφάνης τον οδήγησε μέσα από τα χα-
               Ο παππούς μου έκανε ένα βήμα πίσω, οπι-               λάσματα και τα πεταμένα βιβλία που ήταν
               σθοχωρώντας από ένα ξαφνικό αίσθημα                   καταγραμμένες οι τιμές και οι πωλήσεις, τε-
               φόβου, αλλά ο φίλος του τον καθησύχασε                φτέρια πλέον αχρείαστα, σκονισμένα, και
               παίρνοντας αυτή τη φορά πατρικό ύφος.                 πίσω από το αναποδογυρισμένο τραπέζι του
               Η φτερωτή του μύλου είχε σπάσει σε διά-               έδειξε την μεριά που είχε κρυμμένο τον θη-
               φορα κομμάτια και είχε σκορπίσει σ΄ ένα               σαυρό του. Ήταν ένα τετράγωνο κουτί, από
               τεχνικό αυλάκι που δεν χρησιμοποιούνταν               σκούρο φθαρμένο δέρμα, σαν βαλίτσα, που
               για καιρό και γι΄ αυτό το λόγο είχαν πέσει            όταν το άνοιξε ο παππούς, όντας περίεργος
               τα τοιχώματά του. Στην είσοδο, μια σκου-              για το περιεχόμενό του, άφησε τους αρχι-
               ριασμένη πινακίδα, έγραφε το όνομα του                κούς δισταγμούς προσπέρασε τα δοκάρια
               ιδιοκτήτη, προφανώς εκείνου που αυτοκτό-              που τον εμπόδιζαν και τις σπασμένες καρέ-                  39
               νησε, αλλά το επώνυμο είχε σβηστεί από την            κλες και πλησίασε προς την μεριά του φίλου
               πολυκαιρία, κρατώντας το φυλαγμένο στην               του. Μέσα στο κουτί υπήρχε ένας σουγιάς
               ανωνυμία, έτσι όπως ταίριαζε στα μυστικά              σε μια κόκκινη θήκη, όπου ήταν σκαλισμένη
               εκείνου του τόπου. Το ποτάμι κατέληγε σ΄              πάνω της με δεξιοτεχνικό πράγματι τρόπο,
               ένα βάλτο, την Γκάβιζα, όπου είχε σκεπάσει            η μάχη δύο αντρών, ενός κερασφόρου που
               με νερό τα γόνιμα χωράφια της περιοχής,               κρατούσε ένα δόρυ, κι ενός άλλου, με περι-
               επιβάλλοντας την δική του μορφολογία,                 κεφαλαία και σπαθί που αντιστέκονταν στον
               από μικρές κατάφυτες νησίδες, πυκνούς κα-             μεγαλόσωμο αντίπαλό του, ο οποίος θύμιζε
               λαμιώνες, δέντρα γυμνά, βουτηγμένα στο                για ημίθεος ή κάτι παρόμοιο. Θαύμασε το
               νερό, εκατοντάδες πουλιά τα οποία κούρ-               κοφτερό σουγιά και την περίφημη θήκη του,
               νιαζαν στα κλαδιά, λες και στόλιζαν ένα χρι-          στολισμένη κι αυτή με τον δικό της μύθο,
               στουγεννιάτικο δέντρο.                                προερχόμενο αυτή την φορά από πολύ μα-
                                                                     κριά, από άλλες εποχές, όπου οι ήρωες εί-
               Ο Θεοφάνης ανέβηκε από τις εσωτερικές
               σκάλες στον επάνω όροφο και ξεπρόβαλε                 χαν το θάρρος να αναμετριούνται με θεούς
               από το άνοιγμα και τον προσκάλεσε ν΄ ανέ-             και άγρια ποτάμια.
               βει κι αυτός. Ο παππούς αν και δίσταζε, για           Μετά του έδειξε ένα παλιό ρολόι. Το είχε
               να μην φανεί δειλός, πήρε μια βαθιά ανάσα,            βρει  πεταμένο  στο  χωράφι,  μέσα  σ΄  ένα
               πέρασε από την ανοιχτή είσοδο και ανέβη-              στρατιωτικό σάκο, όπου υπήρχαν επίσης με-
               κε. Από το δεύτερο όροφο είχε την δυνα-               ρικά γράμματα, κάτι κονσέρβες και ο σου-
               τότητα να δει μέχρι που έφταναν τα νερά               γιάς που με καμάρι του είχε δείξει πιο πριν.
               της Γκάβιζας, την ώρα που ο ήλιος τα έβαφε            “Μάλλον θα ανήκαν σε κάποιο πολεμιστή,
               χρυσαφένια. Τα πουλιά πετούσαν στον ορί-              που ίσως σκοτώθηκε στη μάχη. Τα έχω
               ζοντα, κατευθείαν προς το γαλάζιο βάθρο               κρατήσει όλα. Και τα γράμματα, να, εδώ τα
   34   35   36   37   38   39   40   41   42   43   44