Page 57 - mag_34
P. 57

του Γιώργου Λίλλη











               “τι έγινε με το αγόρι;” ρώτησε ο Οδυσ-                μές και τίποτε άλλο και ήθελε πάση θυσία
               σέας. “Κατάφερε να απαλύνει την ψυχή                  να τις σώσει από την λήθη . με καταλα-
               του;”                                                 βαίνεις;”

               “μα το θεό, όχι. ακόμα βρίσκεται στους                “Έχω την εντύπωση πως εκείνο το αγόρι
               δρόμους και προσπαθεί κάθε μέρα που                   είσαι εσύ”, του είπε ο Οδυσσέας.
               περνάει, να βρει έστω έναν τρόπο να                   εκείνος τον κοίταξε και του χαμογέλα-
               εξιλεωθεί.  το αγόρι είναι ένας τυμβω-                σε. “ ςυ είπας. Και τώρα λέω να πηγαί-
               ρύχος. ςκάβει το χώμα με μανία για να                 νω γιατί η ςελήνη σε λίγο θα σβήσει και
               βρει κάτι από την παλιά του ζωή και όταν              θέλω να την αποχαιρετήσω όπως πάντα
               βρίσκει κάτι, κάτι που φυσικά δεν είναι               μόνος”, είπε.
               δικό του και ούτε του ανήκει, το οικειο-              Ο Οδυσσέας πήγε να πει κάτι αλλά μετά-
               ποιείται και το κρύβει στο σκευοφυλάκιο               νιωσε.

               του μυαλού του”.                                      “ςου εύχομαι καλή τύχη αγόρι”, του είπε
               “Δεν σε πολυκαταλαβαίνω”, είπε ο                      ο ηλικιωμένος.
               Οδυσσέας.                                             “Και σε σένα”, απάντησε ο Οδυσσέας.
               “θα σου εξηγήσω. μια φορά, το αγόρι
               πέρασε από αυτά τα μέρη και όταν νύ-
               χτωσε ξάπλωσε σ΄ ένα από τα παγκάκια
               που βλέπεις απέναντι και όταν ξάπλωσε,                                                                           57

               είδε το φεγγάρι, όπως το βλέπουμε εμείς
               τώρα και θυμήθηκε το ολόγιομο φεγ-
               γάρι στο χωριό του, όταν ήταν μικρός,
               που έβγαινε τις νύχτες και ανέβαινε στο
               λόφο και το κοιτούσε.  είδε τα δέντρα
               σαν ακίνητους στρατιώτες, τις σκιές τους
               μες στην απαλή ομίχλη της νύχτας, τις νυ-
               χτερίδες που πετούσαν πέρα δώθε λες
               και έπλεκαν με φως τις φτερούγες τους

               κοντά στην ςελήνη και μετά όπως ήταν
               ξαπλωμένο, σηκώθηκε και προσευχήθη-
               κε, νιώθοντας πως αυτή η σελήνη, σ΄
               αυτό τον τόπο, δεν ήταν παρά η σελήνη
               των παιδικών του χρόνων και υποσχέθη-
               κε στον εαυτό του να την κρατήσει εκεί-
               νη την στιγμή στην μνήμη του. πήρε ένα

               τετράδιο και έγραψε με τρεμάμενα χέρια
               την ημερομηνία και το όνομα της πόλης.
               Κάθε φορά που κάτι του θύμιζε τα παλιά,
               το σημείωνε, σαν να ήθελε να επιβεβαι-
               ώσει το παρελθόν του, λες και η ζωή του
               αποτελούνταν μόνο από σκόρπιες στιγ-
   52   53   54   55   56   57   58   59   60   61   62