Page 54 - mag_34
P. 54

μια τυχαία
                                       μια τυχαια ιστορια




                 ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ





                                                                     ποτέ δεν θα φαντάζονταν τους εαυτούς
                                                                     τους πρωταγωνιστές σ΄ αυτές τις ιστο-
                                                                     ρίες”.

                                                                     “Δοκίμασε να με πείσεις”, είπε ο Οδυσ-
                                                                     σέας
                                                                     “θα δοκιμάσω. υπήρχε ένας νεαρός που
                                                                     ζούσε σ΄ ένα χωριό της επαρχίας. μεγά-
                                                                     λωσε σ΄ ένα σκληρό περιβάλλον, αυτό
                                                                     δεν πρέπει να το παραλείψουμε. Οι γο-
                                                                     νείς του είχαν φυγαδευτεί από τον τόπο
                                                                     τους γιατί μαίνονταν πόλεμος και ήρθαν
                                                                     σ΄ εκείνα τα άγονα μέρη που γεννήθηκε.

                                                                     μια μέρα αποφάσισε λοιπόν, ότι δεν τον
                                                                     χωρά ο τόπος και παρ΄ όλη την προσπά-
                                                                     θεια που έκαναν οι δικοί του για να τον
                                                                     αποτρέψουν, έφυγε. πήρε το τρένο και
                                                                     ταξίδεψε στην πρωτεύουσα”.
                                                                     ςταμάτησε κάπως απότομα την αφήγηση,
   54                                                                έσκυψε στο έδαφος, πήρε μια χούφτα


                                                                     χώμα και έτριψε τα χέρια του και μετά
                                                                     επέστρεψε πάλι κοντά στον Οδυσσέα.
                                                                     “μου αρέσει να νιώθω στα χέρια μου το
                                                                     χώμα, αυτό είναι όλο”, είπε. “για να μην
                                                                     σου  τα  πολυλογώ,  το  αγόρι  βρήκε  ένα
                                                                     μικρό διαμέρισμα και έμεινε εκεί αποφα-
                                                                     σισμένο να μάθει τα μυστικά της πόλης.
                                                                     Έψαξε για δουλειά και τελικά δούλεψε
                                                                     καθαριστής των στάβλων του ιπποδρο-

                                                                     μίου. μερικές φορές τα βράδια, καθό-
                                                                     ταν στο μικρό μπαλκόνι του δωματίου
                                                                     του και κοιτούσε τους γυμνούς λόφους
                                                                     και νοσταλγούσε το χωριό του, αλλά
                                                                     ήταν εγωιστής και επίμονος όπως είπα
                                                                     και δεν ήθελε να παραιτηθεί με την πρώ-
                                                                     τη δυσκολία που θα έβρισκε. Δούλεψε

                                                                     μερικούς μήνες στους στάβλους, μάζε-
                                                                     ψε χρήματα και έφυγε για αμέρικα. μια
                                                                     βραδιά, σ΄ ένα μπαρ, καθώς είχε καθίσει
                                                                     σε μια άκρη και έπινε σιωπηλός το ποτό
                                                                     του, είδε μπροστά του την λάμψη του μα-
                                                                     χαιριού ν΄ αστράφτει και τον άντρα να
   49   50   51   52   53   54   55   56   57   58   59