Page 55 - mag_34
P. 55

του Γιώργου Λίλλη











               σωριάζεται κάτω.  ασυναίσθητα σηκώ-                   όπως τότε”, συνέχισε.
               θηκε να βοηθήσει. Ένιωσε ένα δυνατό                   “ναι ήταν”.
               χτύπημα στο κεφάλι και έπεσε αναίσθη-                 Ο γέρος κούνησε επιδοκιμαστικά το κε-

               τος. Όταν αργότερα συνήλθε, τον είχαν                 φάλι του. “το αγόρι αγάπησε κι αυτό.
               ρίξει σ΄ ένα σκοτεινό κελί”.                          Και μάλιστα παράφορα. Όταν επέστρε-
               “θες να πεις ότι τον κατηγόρησαν για                  ψε πάλι στην αμέρικα. την γνώρισε σ΄
               ένα φόνο που δεν είχε κάνει;”, ρώτησε                 ένα μπαρ, ήταν μια από εκείνες τις κο-
               αναστατωμένος ο Οδυσσέας.                             πέλες του δρόμου, αλλά αυτόν δεν τον
               “Βρέθηκε σε λάθος τόπο την λάθος στιγ-                ένοιαζε.  πήγαν βόρεια αυτή τη φορά,
               μή”.                                                  μακριά από όλα αυτά που του θύμιζαν το
               “Και τι έγινε;”                                       παρελθόν και το αγόρι, το πάλεψε, δού-
               “Δικάστηκε και έμεινε στην φυλακή εννιά               λεψε σκληρά σε ότι δουλειές μπορούσες

               χρόνια και όταν βγήκε το μόνο που ήθελε               να φανταστείς, μάζεψε λεφτά και άνοιξε
               ήταν να βρει τον δολοφόνο που σκότω-                  ένα δικό του μαγαζί, ένα μπαρ. Όμως τα
               σε τον άνθρωπο εκείνο. περιπλανήθηκε                  πράγματα εξελίχθηκαν αλλιώς”.
               για καιρό σε διάφορα μέρη, ψάχνοντας                  “Δηλαδή;”, ρώτησε ο Οδυσσέας και είδε
               ούτε κι αυτός ξέρει τι χωρίς αποτέλεσμα               πως ο ηλικιωμένος έτριβε πάλι τα χέρια
               και επέστρεψε στην ελλάδα, στο πατρικό                του και από πίσω του το φεγγάρι είχε
               του και είδε πως είχε ερημώσει. Έμαθε                 ανέβει πολύ ψηλά και τον πετύχαινε στην                    55

               πως οι γονείς του είχαν πεθάνει και πήγε              πλάτη, σαν να τον σημάδευε.
               στους τάφους τους, κατανοώντας πως                    “που λες, κάποια μέρα εκεί που έψα-
               και η δική του ζωή είχε χαθεί και κατάλα-             χνε σ΄ ένα συρτάρι να βρει κάτι, είδε
               βε τότε πως το ταξίδι αυτό δεν είχε αλ-               μια φωτογραφία της, σ΄ ένα μπαρ, και
               λάξει μόνο το χώρο γύρω του αλλά και                  πίσω, το φόντο θέλω να πω, του φάνηκε
               τον ίδιο”.                                            γνώριμο, και την ρώτησε που είχε βγά-
               “είναι πολύ εύκολο να χάσεις τα πάντα”,               λει εκείνη την φωτογραφία κι εκείνη του
               είπε ο Οδυσσέας.                                      εξήγησε κι εκείνος της είπε πως είχε ζήσει
               “είναι εύκολο αλλά δύσκολο να το παρα-                σ΄ εκείνη την πόλη, χρόνια πριν και πως

               δεχθείς”.                                             σ΄ εκείνο το μπαρ είχε γίνει ένας φόνος.
               Έβαλε το υπόλοιπο ψωμί στο σακουλά-                   εκείνη του αποκάλυψε πως το ήξερε και
               κι και το έδεσε κόμπο και το έβαλε στον               πως γνώριζε ότι ο φονιάς δεν πιάστηκε
               σάκο του.                                             ποτέ, αλλά κάποιος αθώος μπήκε φυλα-
               “Έχεις αγαπήσει ποτέ σου;”                            κή γιατί οι μάρτυρες που ήταν παρών στο
               εκείνος τον κοίταξε χωρίς να μιλήσει. Ο               συμβάν δεν μίλησαν, το απέκρυψαν γιατί
               ηλικιωμένος το κατάλαβε και έκανε μια                 ήταν φίλοι του δολοφόνου. την ρώτησε

               κίνηση μες στο σκοτάδι με τα χέρια του                αν γνώριζε τον φονιά και του απάντησε
               σαν μια συγκατάνευση.                                 καταφατικά. μπορείς να το φανταστείς
               “την είδες τώρα που βγήκες;” τον ρώτη-                πως τα φέρνει η ζωή;”
               σε.                                                   “απίστευτο”, αναφώνησε ο Οδυσσέας.
               “ναι”.                                                “το ήξερα ότι θα αντιδράσεις μ΄ αυτό
               “Και είμαι σίγουρος πως ήταν ακριβώς                  τον τρόπο. Όλοι έτσι αντιδρούν όταν
   50   51   52   53   54   55   56   57   58   59   60