Page 56 - mag_34
P. 56

μια τυχαία
                                       μια τυχαια ιστορια




                 ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ





              φτάνω σ΄  αυτό  το  σημείο  της  αφήγη-                το αγόρι πήρε την εκδίκηση του και θα πί-
              σης.  μερικές φορές είναι δύσκολο να                   στευε κανείς ότι θα κυλούσαν ήρεμα από
              πιστέψεις ότι η ζωή ξεπερνά ακόμα και                  δω και πέρα γι΄ αυτό τα πράγματα, μιας

              την φαντασία των μεγαλύτερων συγγρα-                   και το μίσος του για εκείνον τον άνθρω-
              φέων. Όμως έτσι είναι. η ζωή έχει την                  πο είχε σβήσει, είχε εξαλειφθεί μαζί με
              τελευταία λέξη. πάντα. Λες και θέλει να                τον θάνατο του, έγινε ράκος και άρχισαν
              επισημάνει με κάθε τρόπο την ισχυρή της                να το βασανίζουν οι τύψεις για το φόνο
              επίδραση στο πεπρωμένο μας”.                           που είχε διαπράξει, πιστεύοντας πως όλα
              “Και τι έκανε λοιπόν το αγόρι;”, ρώτησε                αυτά τα χρόνια που ήταν κλεισμένος στην
              ανυπόμονα ο Οδυσσέας.                                  φυλακή, ήταν για τον φόνο που τελικά θα
              “μα το θεό”, συνέχισε ο ηλικιωμένος.                   έκανε και πως δίκαια τον είχαν δικάσει,
              “το αγόρι, δεν άντεξε, πήγε εκεί και τον               σαν να ήταν προδιαγεγραμμένη η πορεία

              βρήκε. Έμαθε από την φιλενάδα του τις                  του στη γη. Ένιωσε πως η μοίρα του ως
              απαραίτητες πληροφορίες, χωρίς εκείνη                  φονιά ήταν αποφασισμένη πριν την γέν-
              να υποψιαστεί. του είπε ποιος ήταν και                 να του και πως δεν ήταν παρά ένα πιόνι
              πως είχε έρθει για να αποδώσει δικαιο-                 που δεν είχε το περιθώριο να καθορίσει
              σύνη. Ο άντρας απέναντι του δάκρυσε,                   τις κινήσεις του. αυτό τον κατέλαβε και
              δεν κουνήθηκε από την θέση του. ανέφε-                 άρχισε να πίνει. με τον καιρό έγινε αλ-
   56         ρε πως τον περίμενε χρόνια και πως ήταν                κοολικός και βίαιος και η φιλενάδα του


              ευτυχισμένος, ναι αυτό είπε, ευτυχισμέ-                μια ωραία πρωία τον παράτησε. ςτο μα-
              νος που ήρθε επιτέλους η ώρα. του είπε                 γαζί έβαλε λουκέτο από τα χρέη κι έτσι
              πως όλα πληρώνονται κάποτε, όλα, ότι κι                βρέθηκε πάλι στους δρόμους”.
              αν έχουμε κάνει, πως αν δεν φανερωθεί                  “τραγική ιστορία”, είπε ο Οδυσσέας.
              αυτό που έχουμε διαπράξει, αρκεί που                   “Όλες οι ανθρώπινες ιστορίες είναι κατά
              έχει διαπραχθεί και πως οι δαίμονες βα-                βάθος τραγικές”.
              σανίζουν την ψυχή και δεν σε αφήνουν                   “Δεν ξέρω αν είναι όλες, πάντως μερικές
              να κοιμηθείς τα βράδια και πως τελικά ο                είναι”, είπε ο Οδυσσέας.
              θάνατος είναι η λύτρωση. τα έχασε με                   “πίστεψε με, όλες είναι τραγικές”, του

              αυτή την αντίδραση και έμεινε εκεί, ανα-               είπε ο ηλικιωμένος. “από τότε που ο άν-
              ποφάσιστος, απέναντι του, αλλά εκείνος                 θρωπος έχασε την τελειότητα, ήταν, εί-
              τον παρακάλεσε να κάνει γρήγορα ότι                    ναι και θα συνεχίσει να είναι ένας διωγ-
              ήταν να κάνει. χωρίς να το συνειδητο-                  μένος, ένας εξόριστος”.
              ποιήσει έβαλε το πιστόλι στον κρόταφο                  το φεγγάρι χάθηκε πίσω από τα πυκνά
              του άντρα, πάτησε την σκανδάλη και                     σύννεφα. “θα βρέξει”, είπε. “το φεγγά-
              όταν εκπυρσοκρότησε πρόλαβε και είδε                   ρι κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα και η

              να του χαμογελά. το αγόρι έφυγε αλλά                   γη διψασμένη, μυρίζει αλλιώς, πριν την
              από τότε είχε εφιάλτες, βλέποντας στον                 βροχή”.
              ύπνο του εκείνο το σαρδόνιο χαμόγελο                   Έσκυψε και ακούμπησε το πρόσωπο του
              που  τον  αποχαιρετούσε  καθώς  απομα-                 στο χώμα και πήρε μερικές βαθιές ανά-
              κρύνονταν στον άλλο κόσμο. μα το θεό,                  σες. Έμοιασε για λίγο σαν προσκυνητής.
              η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια. εκεί που              μετά σηκώθηκε.
   51   52   53   54   55   56   57   58   59   60   61