Page 53 - mag_34
P. 53
του Γιώργου Λίλλη
μια τυχαία “Όταν έχει πανσέληνο δεν μπορώ να “Ούτε μια βδομάδα έ;”
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ
κοιμηθώ”, είπε με βραχνή φωνή. “Ίσως
“Ούτε μια βδομάδα”.
“το κατάλαβα”.
είναι η ομορφιά της που με κρατά ξάγρυ-
“από που το κατάλαβες;”
πνο και όχι όλα αυτά που λένε περί έλξης
“ςου είπα, δεν είσαι από αυτόν τον κό-
της σελήνης και κουραφέξαλα”.
Ο Οδυσσέας στράφηκε προς το μέρος
σμο. Έχεις το στίγμα”, του είπε.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ του και χαμογέλασε. “Κι εγώ δεν έχω “ποιο στίγμα;”
“Άκου με. Ίσως να μην το έχεις πάρει χα-
όρεξη να κοιμηθώ όταν η σελήνη είναι
γεμάτη”, του είπε.
μπάρι, αλλά αισθάνεσαι όλα αυτά που
Ο γέρος τον περιεργάστηκε. “γι΄ αυτό
συμβαίνουν γύρω σου αλλιώς, το βλέπω
στα μάτια σου”, συνέχισε.
είσαι εδώ;”τον ρώτησε.
“Δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ”.
“Έχεις κάνει φυλακή;”
“Όμως καταλαβαίνεις τι θέλω να πω”.
“είσαι καιρό έξω;”
“ναι, καταλαβαίνω. Έχω περάσει πολλά εκείνος γέλασε πάλι. “ναι, έχω κάνει”.
βράδια ξάγρυπνος όταν έχει πανσέλη- “Δεν υπάρχει έξω και μέσα”, του είπε κά-
νο”, του είπε. πως θλιμμένα. “Δεν υπάρχει διαφορά.
Ο γέρος ανασηκώθηκε και έτριψε τα γέ- απλώς όταν είσαι εκεί θέλεις να βγεις
νια του. “μα το θεό, δεν ξέρω κανέναν γιατί νομίζεις πως κάτι χάνεις αλλά όταν
που να το κάνει”, είπε ενθουσιασμένος. βγαίνεις διαπιστώνεις πως όλα ήταν μια 53
Ο γέρος τον παρατήρησε και μετά τον ψευδαίσθηση”.
κοίταξε κατάματα με τα πρησμένα του “Δεν ξέρω”, είπε ο Οδυσσέας σκεφτικός.
μάτια, βυθισμένα στο ρυτιδιασμένο του “Άκου με. μας χωρίζουν μερικά χρόνια
σαρκίο.“εσύ δεν είσαι από αυτόν τον και αυτά που έζησα μέχρι τώρα δεν είναι
κόσμο”, του είπε. Έψαξε μέσα στον σάκο και λίγα”, είπε και πήρε ένα κομμάτι ντο-
του και έβγαλε λίγο ψωμί και μια ντομά- μάτα και την έφαγε.
τα. “θέλεις να φας;”, ρώτησε τον Οδυσ- “Και στην φυλακή;”
σέα. “τι στην φυλακή;”
“Όχι, ευχαριστώ”. “γιατί μπήκες στην φυλακή;”
πήρε την ντομάτα και την έκοψε μ΄ ένα Ο γέρος γέλασε πάλι κουνώντας το κε-
σουγιά σε τέσσερα κομμάτια, την άφησε φάλι του. χάιδεψε την γενειάδα του και
πάνω στο πεζούλι και άρχισε να τρώει. έκλεισε τον σουγιά, τον έβαλε πάλι στον
“Ήσουν στην φυλακή, έτσι;” τον ρώτησε σάκο, πήρε το ψωμί και το έκοψε κομμα-
κοιτώντας τον πάλι. τάκια με τα χέρια σαν αντίδωρα και τα
Ο Οδυσσέας δίστασε για λίγο. “πως το άφησε πάνω στο σακούλι και έστρεψε
κατάλαβες;” το βλέμμα του προς την λεγεώνα των
“μόνο στην φυλακή μπορεί κάποιος να άστρων.
αναπτύξει παρόμοιες συνήθειες”. “θα σου πω μια ιστορία κι αν θες πίστε-
“ναι, ήμουν”. ψε την”, του είπε.
Ο γέρος τον ξανακοίταξε πάλι ερευνητι- “γιατί να μην την πιστέψω;”
κά. “Δεν έχεις μέρες που βγήκες, έτσι;” “γιατί οι άνθρωποι σήμερα ακούνε ιστο-
“Όχι”. ρίες και λένε πως δεν είναι αληθινές γιατί