Page 25 - mag_015
P. 25
του Λάμπρου
Δερμεντζόγλου
ο δικός μου Κρέοντας κρατούσε γιαταγάνι και δε θα του ντας το βήμα μας, αναζη-
χάριζα τόσο εύκολα τη ζωή μου. Έπρεπε να ζήσω, να ζή- τώντας τη λύτρωση από
σουμε. Αλλιώς θα τανε σαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι να μια κόλαση που μας είχε
μη πέρασαν ποτέ απ’ αυτό τον κόσμο. Άφησα πίσω λοι- ήδη στοιχειώσει. Πλημμύ-
πόν τα κορμιά τους και έβαλα προσεκτικά στις προθήκες ρα οι μαχαλάδες στο αίμα.
του μυαλού μου το γέλιο τους στα κυριακάτικα τραπέζια, Προχώρα, του φώναζα,
τον ήχο από το πρώτο κλάμα τους, το φιλί της μάνας μας, και κράτα μου το χέρι, ο
το ασικλίκι του πατέρα, την αγκαλιά του νεκρού αδερφού κόσμος πολύς και δε θα
μου. Αυτά ήταν τα κληροδοτήματα τους τώρα κι ήταν δική αντέξω να σε χάσω.
μου η υποχρέωση να τα κρατήσω ζωντανά. Καθώς διασχίζαμε την πλα-
Πήραμε το στρατί για την Αγιά Μαρίνα. Ο Αποστόλης είχε τεία Φασουλά το βήμα του
ακούσει πως εκεί συγκεντρώνονταν οι Έλληνες του Κορ- βάρυνε απότομα. Ένιωσα
δελιού προκειμένου να κατέβουν στη Σμύρνη για να τους να τον σέρνω καθώς με 25
μαζέψουν τα συμμαχικά πλοία και να τους πάνε στη μάνα κρατούσε από το μπρά-
Ελλάδα. Στην εκκλησιά εκατοντάδες, στριμωγμένοι ο τσο. Γύρισα τη ματιά μου
ένας πάνω στον άλλο, θρηνώντας γι αυτούς που χάσανε, πάνω του. Ένα αδέσποτο
καταριόταν τη ζωή τους και την κακή τους μοίρα. Τα κο- βόλι είχε πάρει το μισό του
ρίτσια κρύβανε τα πρόσωπα τους με μαντήλες, έκαιγαν τα κεφάλι. Λουσμένος στο
φρύδια τους με σπίρτα και παραμόρφωναν τα χαρακτη- αίμα ξεψυχούσε. Ξέσφιξα
ριστικά τους για να γλυτώσουν από τους βιασμούς των το χέρι του, το φίλησα και
Τούρκων που άρπαζαν κάθε καλοστεκούμενη κοπέλα και προχώρησα. Δε γύρισα να
δεν την έβλεπες ποτέ πια. κοιτάξω πίσω, δεν υπήρχε
Με το πρώτο φως πήραμε έναν καρόδρομο για να μας πίσω, δεν είχα χρόνο να
πάει στη Σμύρνη. Μια πομπή ζωντανών νεκρών που θαρ- τον κλάψω κι ήταν αργά
ρείς πως βάδιζε συντεταγμένα προς το θάνατο στο ρυθμό για να τον σώσω. Αντίο
κάποιου πένθιμου μινόρε. Κυλίστηκα στις λάσπες και τις αδερφέ, εις το επανιδείν…
σβουνιές από τις προπορευόμενες βοϊδάμαξες και τρά- Χιλιάδες άνθρωποι στην
βηξα τη μαντίλα μου χαμηλά για να κρύβει την, έτσι κι αλ- προκυμαία, στοιβαγμένοι,
λιώς τρομακτική, όψη μου. Οι ξανθές μου κοτσίδες και τα απελπισμένοι, στην ανα-
καλογραμμένα μου φρύδια ήταν ένα ακόμα θύμα σ’ αυτό μονή για τη σωτηρία που
τον ακήρυχτο πόλεμο. Περπατούσα σιωπηλά κρατώντας δεν ερχότανε. Από τη μια
σφιχτά το χέρι του Αποστόλη ανάμεσα στα στήθια μου. οι Τούρκοι στρατιώτες και
Μπήκαμε στη Σμύρνη σχεδόν μεσημέρι. Εμπρός μας τα από την άλλη οι Άγγλοι.
συμμαχικά πλοία και πίσω οι πρώτες φλόγες που καίγανε Στη μέση συρματοπλέγμα-
ήδη τον Αη Γιώργη. Κινήσαμε για την προκυμαία ανοίγο- τα οριοθετούσαν τη ζωή