Page 23 - mag_015
P. 23

του Λάμπρου
                                                                                                    Δερμεντζόγλου









               έτοιμη να αγωνιστεί μέχρι τέλους για τα παιδιά της.                     τη μανία των διωκτών
               Κρύψαμε τα χρυσαφικά και τα όπλα του σπιτιού στο πη-                    τους. Έδωσα μια και πήδη-
               γάδι κατ’ εντολή του Αντρέα, πιστεύοντας πως ήταν μια                   ξα μέσα στο πηγάδι. Κρε-

               παροδική αναμπουμπούλα λίγων ημερών και πως σύντο-                      μασμένη από το σκοινί και
               μα θα ξαναγυρνούσαμε στις ζωές μας για να τις πιάσου-                   πατώντας πάνω στον ξύλι-
               με από κει που τις αφήσαμε, σα να μην υπήρχε δύναμη                     νο κουβά έμεινα ασάλευτη
               στον κόσμο που θα μπορούσε να τις εκτρέψει από τη ρότα                  για  ώρες, μέχρι  ο θάνα-
               τους. Ο μαχαλάς είχε παραδοθεί στο μίσος και στη φω-                    τος να σφραγίσει τα χείλη
               τιά. Τίποτα πια δε θα ήταν το ίδιο, το ξέραμε, το νιώθαμε,              και του τελευταίου μέλους
               μα το να κάνεις σχέδια για το μέλλον εκείνη την ώρα ήταν                της οικογένειας μου, σχε-
               μια εμφατική παραδοχή στην ύπαρξη του.                                  δόν λυτρωτικά μετά τον
               Η πόρτα της αυλής άξαφνα άνοιξε με βία και από το πέρα-                 εξευτελισμό του βιασμού.

               σμα ξεχύθηκαν Τσέτες ιππείς. Τα μάτια μου πρόλαβαν να                   Κάθε κραυγή της δικής
               αντικρίσουν μόνο το κουφάρι του αδερφού μου, καθώς                      τους απελπισίας ατσά-
               ακέφαλο και άψυχο έπεφτε στο χώμα, λίγα μόνο μέτρα                      λωνε τη δική μου θέλη-
               από το παραθύρι του δωματίου που ξεκίνησε τη ζωή του                    ση για ζωή, κάθε θάνατος
               στα χέρια μιας αρμένισσας μαμής. Οι γυναίκες τρέχανε                    ήταν ένας δικός μου όρκος
               αλαλάζοντας σα σφαγμένα κοτόπουλα για να αποφύγουν                      για επιβίωση. Δάκρυ δε
                                                                                       μούσκεψε τα μάγουλα μου                  23

                                                                                       κι ας ήταν η καρδιά μου
                                                                                       μαύρη σαν την πίσσα.
                                                                                       Τρία μερόνυχτα πέρασα
                                                                                       μέσα στο πηγάδι. Δεν είχα
                                                                                       τρόπο να βγω στην επιφά-
                                                                                       νεια μα δείλιαζα κιόλας.
                                                                                       Δεν είχα κανένα πια, δεν
                                                                                       ήξερα που να πάω, μα πιο
                                                                                       πολύ φοβόμουνα για ότι

                                                                                       θα αντίκριζα εκεί πάνω. Η
                                                                                       αποφορά της αποσύνθε-
                                                                                       σης είχε αρχίσει να γίνεται
                                                                                       αποπνικτική, ειδικά στην
                                                                                       πρωινή αυγουστιάτικη ζέ-
                                                                                       στη.
                                                                                       Το σούρουπο της τρίτης μέ-

                                                                                       ρας αποφάσισα πως δε θα
                                                                                       αφήσω το θάνατο να στο-
                                                                                       μώσει την ψυχή μου. Ήμουν
                                                                                       εκεί και ήμουν ζωντανή για
                                                                                       κάποιο λόγο, ή ίσως πάλι
                                                                                       και για κανένα. Προσπά-
   18   19   20   21   22   23   24   25   26   27   28