Page 48 - mag_43
P. 48

ΜIKΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ












                Μολύβια










               Σφιχτά κρατώντας το στη χού-                          Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να τον κα-

               φτα,  το  στριφογυρίζει  αργά                         ταλάβει…

               μέσα στην τρύπα με το αστρα-                          Τα ‘χει πάντα πολλά τα μολύβια του,
               φτερό  ξυράφι  που  αλλάζει                           μια χοντρή αρμαθιά σε γυάλινο ποτή-

               συχνά για να ‘ναι πάντα κο-                           ρι. Μικρά και μεγάλα, μαύρα ή χρωμα-

               φτερό. Ξανθοκόκκινες φλού-                            τιστά, κυλινδρικά και με γωνίες. Άλλα
                                                                     φορούν στο κεφάλι  χρυσό στεφάνι γε-
               δες από το ξύλο μακραίνουν,                           μιστό με ροζ κεφαλάκι γόμας, άλλα το

               τυλίγονται γύρω απ’ τον εαυ-                          ‘χουν γυμνό και κοφτό και με δυο μύ-
               τό τους, μακριές κοτσίδες ή                           τες ακόμα, απ’ τη μια κι απ’ την άλλη,
   48          μικρές φουστίτσες με χρω-                             για στιγμές έμπνευσης μεγάλης, που οι


               ματιστές πιέτες μια τοσοδού-                          ιδέες πετούν  κι αν δεν είναι γρήγορη η
               λας, χορεύουν στον αέρα και                           απόχη σου τις χάνεις και πάνε…


               πέφτουν.  Ένας  μικρός  λόφος  από                    Άχρηστο δεν το ‘βγαζε, ακόμα κι αν
               τέτοιες φλούδες και σκόνη γραφίτη ψη-                 έμενε ένα τόσο δα ξυλαράκι μέσα στη
               λώνει ολοένα μέσ’ στο χάρτινο κουτί.                  χούφτα, που το ‘πιανε με δυσκολία.

               Μόλις αυτό γεμίζει, αδειάζει τα σώψυχα                «Βάλε», λέει, «με το νου, αν μια εικόνα
               του σ’ ένα σακούλι και φυλά τ’ αποξυ-                 αστραφτερή πεταχτεί απ’ το μυαλό και

               στίδια σαν να ‘ναι πολύτιμα. Λέει πως αν              το μόνο που ‘χεις για να την πιάσεις εί-
               δεν ήταν αυτά, τίποτα δε θα ‘χε γράψει.               ναι τούτο δω το μολυβάκι που ξέχασες
               Αν δεν είχε γράψει, αυτά δε θα υπήρ-                  στον πάτο της τσέπης…»

               χαν. Κάθε χιλιοστό από τη μύτη των                    Απ’ όταν έμαθε να γράφει δεν τ’ αποχω-
               μολυβιών που ‘χουν πεθάνει στα χέρια                  ρίστηκε ποτέ. Δεν ήταν πως του μοιάζαν

               του όλα τούτα τα χρόνια, χάνοντας αργά                ξένα ή τρομαχτικά τα μοντέρνα θαύμα-
               τη γυαλιστερή κορμοστασιά τους, έχει                  τα της εποχής με τα κουμπιά, τους μο-
               γεννήσει χιλιάδες, εκατομμύρια λέξεις,                χλούς και τις οθόνες, μα δεν τ’ αγαπού-

               ξαπλωμένες σε εκατοντάδες σελίδες.                    σε κι όλας. Στο ρομαντικό, παράξενο
               Κάποτε του ‘παν να τα κάνει προσάναμ-                 κεφάλι του, ένας ήταν ο γνήσιος, ο πιο
               μα στο τζάκι. Άγρια τους κοίταξε: «Κά-                καλός ο τρόπος για να γράφεις. Το χέρι

               λιο να κάψω την καρέκλα μου», είπε.                   στο χαρτί. Με το μολύβι, έλεγε, ευχαρι-
   43   44   45   46   47   48   49   50   51   52   53