Page 49 - mag_43
P. 49
του Γιάννη Γ. Λαμπράκη
στιώνται όλες οι αισθήσεις. Το άγγιγμα, φε στο τεφτέρι λογαριασμούς και βερε-
γιατί το πιάνεις γερά, από τ’ ακροδάχτυ- σέδια. Το τελευταίο τούτο, σαν έφυγε ο
λα ως το ψαχνό της παλάμης. Η ματιά, πατέρας του, το κράτησε. Το ‘βαλε στην
γιατί βλέπεις τη λέξη, γράμμα το γράμ- κορνίζα μουσκεμένο από δάκρυα. «Να
μα να γεννιέται, με κύκλους και μπα- μου γράφεις πατέρα εκεί που πας, να
στουνάκια. Η μυρωδιά, γιατί αναπνέεις μου γράφεις. Να το μολύβι, να και το
το ξύλο. Αν είναι και φρεσκοκομμένο τεφτέρι…» είπε στο στερνό αποχαιρε-
από το ξυράφι, τί ευλογία! Το άκουσμα, τισμό. Πολλές φορές ξεχασμένος, σαν
όταν η μαύρη μύτη σέρνεται και γρα- απογράψει, περνά κι αυτός το μολύβι
τζουνά το χαρτί, σκαλίζοντας κουκίδες στ’ αυτί. Το θυμάται και χαμογελά, λίγο
και γραμμές. Κι η γεύση ακόμα, καθώς, προτού ξαπλώσει στο προσκέφαλο...
με το μυαλό να σκάβει, μπήγεις τα δό- Χάθηκε πάλι το μυαλό σε σκέψεις. Το
ντια στην άκρη, ώρα πολλή, ώσπου η μολύβι σώθηκε λίγο λίγο από το ξυ-
γλώσσα ν’ αγγίξει της γόμας το κεφάλι ράφι. Το κατάλαβε και τύψεις τον πιά-
και βγάλεις, με μορφασμό στυφού, απ’ νουν που άφησε να πέσει άχρηστη τόση 49
το στόμα το μολύβι. Εκτός κι αν η ιδέα απ’ τη μυτερή του άκρη, δίχως μήτε μια
που ψάχνεις έρθει πιο νωρίς… λέξη να γεννήσουν. Κι ας φυλά ως την
Λέει ακόμα πως τα γράμματα πρέπει να τελευταία την κάθε φλούδα. Καθώς
‘χουν «ψυχή». Την περπατησιά του δι- ακουμπά τη μύτη στο χαρτί, έτοιμος να
κού σου χεριού, όχι την ψυχράδα της γράψει, ακόμα σίγουρος δεν είναι τι,
μηχανής που, μια σειρά, τα βγάζει όλα υπόσχεται πως, όταν έρθει η ώρα να
ίδια. Να ‘ναι τα γράμματα που έμαθες μπει η στερνή τελεία στο βιβλίο και της
σαν πρωτοπήγες στο σχολειό, με το δικής του ζωής, θα ‘χει το κεφάλι γερ-
μολύβι που ‘κανες δέκα ολάκερα λεπτά μένο σε μαξιλάρι με γέμισμα αυτό το
για να πιάσεις σωστά στο χέρι και να σωρό από ξύλινη ψίχα και κάρβουνο.
σου βγάλουν την φωτογραφία που στό- Οι ζωντανοί ας έχουν τις σελίδες του.
λιζε, ανάμνηση γλυκιά, το δωμάτιο το Τίμια μοιρασιά...
παιδικό σου. Έτοιμο, ζεστό το μολύβι μέσα στο χέρι,
Μαζί μ’ αυτά, το μολύβι του θύμιζε και με φρέσκια κοφτερή μύτη αρχίζει να
το συχωρεμένο τον πατέρα του, το μανά- σέρνεται ανυπόμονο πάνω στο χαρτί,
βη, που το ‘βαζε στ’ αυτί αφότου έγρα- το μυαλό να προλάβει…
Ο Γιάννης είναι φυσικός. Κατάγεται από την Ιεράπετρα. Ζει και εργάζεται στο Ηράκλειο. Εκτός
από τη συγγραφή (http://writings.yannisglamprakis.gr/) ασχολείται με τη ζωγραφική (http://
paintings.yannisglamprakis.gr/) και το θέατρο (μέλος της ερμηνευτικής ομάδας της Θεατρικής
Σκηνής Ηρακλείου).